Ιστορία στα σκουπίδια
Τρίτη, 26 Νοέμβριος 2024 07:58
Περπατώντας μία βροχερή μέρα ανάμεσα στις προσφυγικές πολυκατοικίες της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, αν ο επισκέπτης αφεθεί, οι εικόνες είναι τόσο έντονες, που η μνήμη θα τον γυρίσει πίσω, θέλει δε θέλει. Είναι το κίτρινο χρώμα της ώχρας, τα σημάδια από τις οβίδες, από το Δεκέμβρη του '44, οι γλάστρες στα μικρά μπαλκόνια και το κλουβί με το καναρίνι, οι χωμάτινοι δρόμοι, από τους ελάχιστους που έχουν πια απομείνει σ’ αυτήν την τσιμεντένια πόλη. Είναι τα σημάδια του σταυρού από τις πασχαλινές λαμπάδες, στο κατώφλι κάποιων σπιτιών, οι πρόσφυγες απ' όλη την υφήλιο και οι απόκληροι των τωρινών καιρών. Δεν ξέρει, τι τελικά είναι αυτό που ασκεί μία γοητεία, γοητεία της ιστορίας. Αυτής που γράφτηκε κι αυτής που γράφεται, που δίνει μία μοναδικότητα σε τούτη τη συστάδα των οκτώ πολυκατοικιών, που χτίστηκαν μεταξύ 1933-1935, για να στεγάσουν πρόσφυγες από την Μικρά Ασία, και τον Πόντο, που πριν έμεναν στα χαμόσπιτα πίσω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού, στα Κουντουριώτικα.
Με απόφαση του τότε υπουργείου Πρόνοιας, σε μία έκταση 15 στρεμμάτων, που από το 1878 ήταν περιουσία του δήμου Αθηναίων και τμήμα του κτήματος Αμπελοκήπων, από το 1933 έως το 1935 οι αρχιτέκτονες Κίμων Λάσκαρης και Δημήτρης Κυριακού, υπάλληλοι της τεχνικής υπηρεσίας του υπουργείου, έχτισαν οκτώ τριώροφες πολυκατοικίες, με τέσσερα διαμερίσματα ανά όροφο (συνολικά 228 διαμερίσματα), των 55 τετραγωνικών μέτρων το καθένα. Το αρχιτεκτονικό στυλ είναι αυτό του Bauhaus και τα κτίρια είναι απλά παραλληλεπίπεδα, από πλάκες σκυροδέματος και επιχρισμένη λιθοδομή, χωρίς ίχνος διακόσμησης. Διαθέτουν κεντρικό κλιμακοστάσιο, είναι διαμπερή με φυσικό φωτισμό καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας, διασφαλίζοντας φυσική θερμομόνωση και ηχομόνωση. Πάνω από κάθε πολυκατοικία υπάρχει ταράτσα και κάθε τρία διαμερίσματα χώρος πλυσταριού. Η θέρμανση εξασφαλιζόταν με σόμπες, που διέθεταν καμινάδα, που κατέληγε στην ταράτσα. Σ’ αυτά τα κτίσματα μπόρεσαν να στεγάσουν τις λύπες και τις χαρές τους 228 οικογένειες προσφύγων, πληρώνοντας 80.000 δραχμές, της εποχής εκείνης, για το παραχωρητήριο. Μία απ’ αυτές τις οικογένειες ήταν και η οικογένεια του Δημήτρη Ευταξιόπουλου, αρχιτέκτονα, που γεννήθηκε εκεί και μετά από μία μικρή «απόδραση» 10 χρόνων επέστρεψε για να μείνει και πάλι στα Προσφυγικά. «Με οδήγησαν πάλι πίσω στα Προσφυγικά, όχι μόνο οι αναμνήσεις και η ανάγκη να παλέψω για να μην γκρεμιστούν, αλλά κυρίως η διαπίστωση ότι εδώ νιώθω πολύ πιο όμορφα από την “τσιμεντένια” πολυκατοικία που έμενα πριν». Η οικογένεια του Δημήτρη Ευταξιόπουλου ήρθε από την θρυλική Τραπεζούντα, έμεινε μερικά χρόνια στα χαμόσπιτα στα Κουντουριώτικα και πληρώνοντας τις 80.000 δραχμές, εξασφάλισε 55 τετραγωνικά μέτρα σε μία από τις 8 προσφυγικές πολυκατοικίες, στην οδό Κορώνειας. Όπως θυμάται σε κάθε σπίτι έμειναν τουλάχιστον τέσσερα άτομα. «Γύρω μας υπήρχαν μόνο διώροφα σπίτια και οι φυλακές Αβέρωφ. Θυμάμαι έντονα τα παιδικά μου χρόνια, τα παιχνίδια στους χωματόδρομους - τότε δεν υπήρχαν τα αυτοκίνητα, που βλέπεις σήμερα παρκαρισμένα - τους καβγάδες, που συχνά κατέληγαν σε ξύλο, τις γιορτές, που μαζευόταν όλη η γειτονιά, τα απογεύματα και τα βράδια με τις συζητήσεις στα σκαλιά», λέει και προσθέτει: «Τα σημάδια από τις οβίδες που βλέπεις είναι από τα Δεκεμβριανά, όταν ήρθαν και ταμπουρώθηκαν εδώ, σε διαμερίσματα, οι αντάρτες του ΕΛΑΣ και τους χτυπούσαν οι Εγγλέζοι από τον Λυκαβηττό. Οι κάτοικοι τότε είχαν φύγει και επέστρεψαν μετά, χωρίς να βρουν βανδαλισμούς στο εσωτερικό των σπιτιών τους». Σύμφωνα με τον κ. Ευταξιόπουλο, το πραγματικό κακό ήρθε το 1999, όταν επί υπουργίας Οικονομικών του Γιάννου Παπαντωνίου, αποφασίστηκε το γκρέμισμα των Προσφυγικών και η αντικατάσταση τους από πάρκο αναψυχής. «Ο Παπαντωνίου έδρασε κατά παραγγελία της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου. Έγινε χαμός, συνελεύσεις επί συνελεύσεων, για το πώς πρέπει να αντιδράσουμε. Στο μεταξύ, η ΚΕΔ πρότεινε σε ιδιοκτήτες να εξαγοράσει το διαμέρισμα τους έναντι 50.000 ευρώ - το μισό της τιμής που ίσχυε στην αγορά. Πολλοί άρχισαν τότε να πουλάνε τα σπίτια τους. Στη συνέχεια η ΚΕΔ άρχισε τους εκβιασμούς για αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, σε πολύ χαμηλότερη τιμή. Τελικά μετά από τρία χρόνια είχαν πουληθεί τα 140 από τα 228 διαμερίσματα. Ενεργοποίησαν και το ΦΕΚ του 1967, της χούντας, σύμφωνα με το οποίο οι τέσσερις από τις οκτώ πολυκατοικίες, θα γκρεμίζονταν για τη διαμόρφωση χώρου πρασίνου για το Δικαστικό Μέγαρο, που επρόκειτο να χτιστεί στη θέση των φυλακών Αβέρωφ», επισημαίνει.
Στη συνέχεια υπογραμμίζει ότι ήρθε η ένταξη της περιοχής στα Ολυμπιακά έργα, με τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας να αναδεικνύεται σε ολυμπιακό άξονα. «Τότε ήταν που το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων αποφάσισε να διατηρηθούν οι δύο και να γκρεμιστούν οι υπόλοιπες έξι πολυκατοικίες, ως δήθεν "επικίνδυνα κτίσματα", όταν ήταν γνωστό πόσος κόσμος ήρθε να μείνει εδώ με τους σεισμούς και πόσο γερά είναι αυτά τα κτίρια», λέει και προσθέτει: «Μας έσωσε προσωρινή απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας, να μην γίνει καμία παρέμβαση πριν το ίδιο εκδώσει τελική απόφαση». Όπως εξηγεί ο κ. Ευταξιόπουλος, στη συνέχεια εκδόθηκε η απόφαση του 5ου τμήματος του ΣτΕ, σύμφωνα με την οποία κρίθηκε λανθασμένη η απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων και οι 8 προσφυγικές πολυκατοικίες εκτιμήθηκαν ως «αξιόλογες, που πρέπει να διατηρηθούν». «Έπρεπε να περιμένουμε άλλα δύο χρόνια, μέχρις ότου, το 2008, το Συμβούλιο συνεδριάσει και με 15 ψήφους υπέρ και μία κατά, τις χαρακτηρίσει όλες διατηρητέες», επισημαίνει. Μετά και τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, μόνο 50 από τους αρχικούς ιδιοκτήτες έχουν μείνει στα Προσφυγικά. Στα υπόλοιπα, όπως διευκρινίζει ο Δημήτρης Ευταξιόπουλος, «μένει κάθε καρυδιάς καρύδι, από μετανάστες και πρόσφυγες, μέχρι τοξικομανείς, άστεγοι, άνθρωποι με ψυχολογικά προβλήματα, που έχουν κάνει άτυπη κατάληψη στα σπίτια, που αγόρασε η ΚΕΔ, από τους ιδιοκτήτες». Όλοι αυτοί, είπε, δημιουργούν προβλήματα, τσακώνονται μεταξύ τους, καταστρέφουν τα κτίρια, προβαίνουν σε βανδαλισμούς. «Αυτό που μας προβληματίζει είναι ότι, απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση, το κράτος δείχνει ανοχή και αδιαφορία. Δύο χρόνια έχουν περάσει από την διακήρυξη των Προσφυγικών ως "διατηρητέα" και από την πλευρά της επίσημης πολιτείας δεν έχει γίνει τίποτα», τονίζει και προσθέτει: «Εμείς τους προτείναμε εξωτερική επισκευή, σοβάτισμα, βάψιμο κι αλλαγή κουφωμάτων, όπου αυτό είναι αναγκαίο». Σ’ αυτά που αγόρασε η ΚΕΔ υπάρχει ανάγκη και για εσωτερική επισκευή, λόγω βανδαλισμών, υπογραμμίζει και προτείνει:
«Δύο πολυκατοικίες θα μπορούσαν να γίνουν χώρος κατοικίας, 1-2 ξενώνας για τους συγγενείς των ασθενών του Αγίου Σάββα, 1-2 φοιτητική εστία, μία πολυκατοικία Μουσείο Μικρασιατικής Μνήμης και η 8η γραφεία ΜΚΟ. Τα δε δέκα στρέμματα ελεύθερου χώρου, που τώρα λειτουργούν ως χώρος πάρκινγκ, θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σαν χώρος αναψυχής, με πράσινο, παγκάκια και παιδική χαρά». «Αν δεν κάνει κάτι άμεσα το κράτος οι μπροστινές τουλάχιστον πολυκατοικίες θα καταρρεύσουν από μόνες τους. Ήδη έχουν μετατραπεί σε σκουπιδότοπο από αυτούς που παράνομα μένουν σ’ αυτές», λέει. Αν κάποιος περιπλανηθεί στους γύρω χωμάτινους δρόμους, με τα «λιμνίσια» ονόματα, Κερκίνης, Κορώνειας, Τριχωνίδας, Βεγορίτιδας, θα τον «αγκαλιάσει» η ιστορία και η εγκατάλειψη της γειτονιάς. Θα αισθανθεί ένα γλυκόπικρο συναίσθημα, που προκαλούν τα φθαρμένα από το χρόνο κτίρια, με τους σοβάδες που πέφτουν, τα σπασμένα παντζούρια και τζάμια. Σποραδικά, σημάδια ανθρώπινης παρουσίας, το πιάτο της δορυφορικής τηλεόρασης, η μπουγάδα στο μπαλκόνι, τα κουρτινάκια σε κάποια παράθυρα, πλαστικές καρέκλες και τραπέζι σε μία αυτοσχέδια αυλή. Η λεμονιά φορτωμένη λεμόνια έχει, σχεδόν, καταλάβει ένα μικρό μπαλκόνι, ένας τεράστιος κάκτος που φύτρωσε πάνω από μία πόρτα. Ένα μελαψό χέρι που κλείνει το παντζούρι, είναι οι εικόνες που θα αποτυπωθούν στο μυαλό του επισκέπτη. Απέναντι ακριβώς από τα Προσφυγικά, δεσπόζει το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Με κοντά έναν αιώνα ζωής είναι το μοναδικό ελληνικό γήπεδο που είχε την τύχη να συνδέσει την ύπαρξη του με την ιστορία της νεώτερης Ελλάδας. Τώρα μελετάται η μετατροπή του σε χώρο πρασίνου και αναψυχής, η οποία όμως, θα πρέπει να γίνει σε σύνδεση και με αναφορά στην ιστορία του χώρου.
Όπως λέει στο ΑΠΕ - ΜΠΕ η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη, «το πρόβλημα μ’ αυτήν την πόλη, την Αθήνα, είναι ότι δεν θέλει την ιστορία της, δεν θέλει να μάθει για το παρελθόν της. Για παράδειγμα τις φυλακές Αβέρωφ, που ήταν απέναντι από το γήπεδο τις γκρέμισαν και δεν υπάρχει ούτε μια αναμνηστική πλάκα για το τι ήταν αυτός ο χώρος. Γίνεται προσπάθεια να κρυφτεί το παρελθόν. Χωρίς, όμως, μνήμη δεν μπορείς να κτίσεις το μέλλον σου σαν λαός. Ελπίζω να μην συμβεί το ίδιο με το χώρο του γηπέδου».
ΠΗΓΗ :ΑΠΕ