Τη μείωση των ανώτατων συντελεστών που εφαρμόζονται σήμερα στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων με ταυτόχρονη συρρίκνωση του αφορολόγητου ορίου στις 5.900 ευρώ ζητούν από την κυβέρνηση οι θεσμοί, κυρίως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Αντιθέτως, η κυβέρνηση φαίνεται να επιθυμεί, στην περίπτωση που οι πιστωτές της χώρας επιμείνουν στη διαμόρφωση του αφορολογήτου στις 5.900 ευρώ, τη μείωση του πρώτου φορολογικού συντελεστή που ανέρχεται σήμερα στο 22% στα επίπεδα του 12%-15%, με στόχο να περιορισθούν οι επιβαρύνσεις στις ασθενέστερες εισοδηματικές τάξεις. Ωστόσο, η άποψη που εκφράζεται από το Ταμείο είναι ότι τα τελευταία χρόνια οι ομάδες που έχουν επιβαρυνθεί περισσότερο από το μέτρα βρίσκονται στα μεσαία και υψηλά εισοδήματα και για αυτόν τον λόγο πιέζουν προς την κατεύθυνση της μείωσης των υψηλότερων συντελεστών που αφορούν τα εισοδήματα άνω των 30.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, ζητούν να μειωθεί ο ανώτατος συντελεστής 45% που εφαρμόζεται στα εισοδήματα άνω των 40.000 ευρώ και ο αμέσως μικρότερος 37% που εφαρμόζεται στα εισοδήματα από 30.000 έως 40.000 ευρώ. Μαζί με τις αλλαγές στη φορολογική κλίμακα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων έχουν μπει και οι φοροαπαλλαγές που έχουν απομείνει. Στην περίπτωση που αποφασιστούν περικοπές, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η κατάργηση της έκπτωσης 1,5% που γίνεται κατά την παρακράτηση φόρου στους μισθούς και τις συντάξεις, αλλά και η περικοπή της έκπτωσης φόρου 10% στα ιατρικά έξοδα (η οποία ενεργοποιείται όταν οι δαπάνες αυτές υπερβαίνουν το 5% του εισοδήματος). Στην περίπτωση που μειωθεί το αφορολόγητο όριο στις 5.900-6.000 ευρώ ή διαφορετικά η έκπτωση φόρου στα επίπεδα των 1.300 ευρώ και διατηρηθεί ο πρώτος φορολογικός συντελεστής στο 22%, μισθωτοί και συνταξιούχοι με ετήσια εισοδήματα από 6.001 και πάνω θα κληθούν να πληρώσουν υψηλότερο φόρο εισοδήματος από 22 έως και 602 ευρώ ετησίως. Σήμερα μισθωτός χωρίς παιδιά με ετήσιο φορολογητέο εισόδημα 9.000 ευρώ, πληρώνει μόλις 80 ευρώ τον χρόνο.