Επτά φορές περισσότερους φόρους ακινήτων σε σχέση με το 2009 κλήθηκαν να καταβάλουν οι Ελληνες φορολογούμενοι κατά το 2016, απόδειξη της κατακόρυφης επιβάρυνσης της κτηματαγοράς και μάλιστα σε μια περίοδο κατά την οποία η ανεργία εκτοξεύθηκε, τα εισοδήματα των νοικοκυριών υποχώρησαν σημαντικά και η οικονομία βυθίστηκε σε ύφεση, από την οποία ακόμη δεν έχει εξέλθει. Σύμφωνα με τα σχετικά επίσημα στοιχεία, το 2009 οι φόροι στην ακίνητη περιουσία, κυρίως το ΕΤΑΚ, δεν ξεπερνούσαν τα 500 εκατ. ευρώ. Το 2016, τα σχετικά έσοδα από φόρους έφθασαν τα 3,5 δισ. ευρώ, σημαντικά αυξημένα από το 2015, όταν είχαν διαμορφωθεί σε 3,04 δισ. ευρώ. Η συντριπτική πλειονότητα των σχετικών εσόδων αφορά τον ΕΝΦΙΑ. Πέραν των παραπάνω, επιπλέον 118,4 εκατ. ευρώ εισέπραξε το Δημόσιο από φόρους και τέλη κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών, μέγεθος μειωμένο κατά 12,9% σε σχέση με το 2015, όταν τα σχετικά έσοδα είχαν ανέλθει σε 135,85 εκατ. ευρώ. Απόρροια της μεγάλης αυτής επιβάρυνσης είναι και το γεγονός ότι πλέον η Ελλάδα φιγουράρει ως μία από τις χώρες που διαθέτει την υψηλότερη φορολόγηση των ακινήτων ως ποσοστού επί του ΑΕΠ. Σύμφωνα με σχετικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2015, οι μόνες χώρες που διαθέτουν υψηλότερη φορολογία είναι η Γαλλία και η Βρετανία. Ειδικότερα, στην Ελλάδα, οι ιδιοκτήτες ακινήτων καλούνται να πληρώσουν φόρους που ξεπερνούν το 2,5% του ΑΕΠ, όταν στη Γερμανία το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπερνά το 0,5%, ενώ πολύ χαμηλότερη φορολόγηση απολαμβάνουν, μεταξύ άλλων, οι πολίτες γειτονικών χωρών, όπως η Ιταλία, η Κύπρος, η Βουλγαρία και η Τουρκία. Ο ΕΝΦΙΑ εξακολουθεί να λειτουργεί αποτρεπτικά για την ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων, όπου οι συναλλαγές έχουν σχεδόν καταρρεύσει, αλλά και για την ανάκαμψη της οικοδομικής δραστηριότητας στην χώρα. Το πρόβλημα της φορολόγησης της κατοχής και μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας αποτελεί μεγάλο εμπόδιο στην ανάκαμψη του κατασκευαστικού κλάδου, χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει μια στέρεη επιστροφή στην ανάπτυξη της οικονομίας. Τελικά ο ΕΝΦΙΑ επιβαρύνει περισσότερο τη μεσαία τάξη σε σχέση με τους φόρους εισοδήματος, εξασφαλίζοντας περίπου 3 δισ. ευρώ έσοδα, όταν ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων το 2016 εξασφάλισε 8 δισ. ευρώ.