Οι τράπεζες συνεχίζουν με αμείωτη ένταση τις ρυθμίσεις δανείων καθώς η ένταση της ύφεσης έχει επιταχύνει τον ρυθμό ανόδου των καθυστερήσεων. Πλέον το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων κινείται μεταξύ 35% και 40% στην καταναλωτική πίστη, 25% στις επιχειρηματικές χορηγήσεις και 20% στα στεγαστικά δάνεια. Από το ξέσπασμα της κρίσης μέχρι και το τέλος του α΄ εξαμήνου του 2012 είχαν ρυθμιστεί στεγαστικά δάνεια άνω των 12 δισ. ευρώ και καταναλωτικά ύψους 6 δισ. ευρώ περίπου. Σημειώνεται ότι οι τράπεζες προωθούν στις δύσκολες περιπτώσεις ακόμη πιο επιθετικές ρυθμίσεις σε σχέση με την πρόταση που έχουν υποβάλει για τα ενήμερα στεγαστικά.
Συγκεκριμένα, σε δανειολήπτες με σημαντικές εισοδηματικές αδυναμίες που δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους η περικοπή στη μηνιαία δόση μπορεί να φτάσει ακόμη και στο 80%, ανάλογα με το μέγεθος του προβλήματος αλλά και την περιουσιακή τους κατάσταση. Στην περίπτωση όμως που δεν βρεθεί η «χρυσή τομή» στις διαπραγματεύσεις με την τράπεζα, το νοικοκυριό μπορεί να προσφύγει στη Δικαιοσύνη κάνοντας χρήση του νόμου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Βέβαια στην προκειμένη περίπτωση η αναμονή έκδοσης της απόφασης είναι μεγάλη λόγω των πολλών αιτημάτων που έχουν κατατεθεί, ενώ δεν είναι βέβαιη και η τελική απόφαση του Ειρηνοδικείου, η οποία υπό προϋποθέσεις μπορεί να είναι επιβαρυντική για τον δανειολήπτη.
Η αναχρηματοδότηση μέσω των ρυθμίσεων των τραπεζών γίνεται με έναν από τους ακόλουθους τρόπους ή συνδυαστικά: Οσο περισσότερο αυξάνεται η διάρκεια του στεγαστικού δανείου τόσο μειώνεται η μηνιαία δόση. Ωστόσο μειονέκτημα αποτελεί το γεγονός ότι σε αυτή την περίπτωση αυξάνονται οι συνολικοί τόκοι που θα κληθεί να πληρώσει το νοικοκυριό, ενώ δεν αποκλείεται να επιβληθεί και αύξηση του επιτοκίου. Περιοριστικός παράγοντας σε αυτές τις περιπτώσεις αποτελεί η ηλικία του δανειολήπτη, η οποία στη λήξη του δανείου δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα 70 -75 έτη, ανάλογα με την πολιτική της κάθε τράπεζας.
Επιμήκυνση εξόφλησης
Για παράδειγμα, για μια οφειλή της τάξεως των 100.000 ευρώ με επιτόκιο 4,5% και διάρκεια εξόφλησης τα 20 έτη, η μηνιαία δόση ανέρχεται σε 635 ευρώ. Αν η διάρκεια εξόφλησης αυξηθεί στα 25 έτη, η δόση πέφτει στα 555 ευρώ, ενώ στα 30 έτη υποχωρεί στα 507 ευρώ. Ωστόσο η διευκόλυνση αυτή κοστίζει σε τόκους. Συγκεκριμένα, για τα επιπλέον πέντε έτη ο δανειολήπτης θα πληρώσει παραπάνω τόκους ύψους 15.000 ευρώ και για τα 10 έτη 30.000 ευρώ.
Παροχή περιόδου χάριτος
Στην προκειμένη περίπτωση ο δανειολήπτης για ένα διάστημα που μπορεί να κυμαίνεται από λίγους μήνες και να φθάσει ακόμη και τα τρία έτη μπορεί να επιτύχει μείωση της δόσης του καταβάλλοντας μόνο τους τόκους του δανείου. Για ένα δάνειο 20ετούς διαρκείας ύψους 100.000 ευρώ, με επιτόκιο 4,50%, η μηνιαία δόση πέφτει από τα 635 ευρώ στα 375 ευρώ αν παρασχεθεί από την τράπεζα περίοδος χάριτος. Ωστόσο για όσο διάστημα καταβάλλονται μόνο οι τόκοι το υπόλοιπο του δανείου παραμένει το ίδιο, με αποτέλεσμα οι δόσεις στη συνέχεια να είναι αυξημένες. Ετσι, αν χρησιμοποιηθεί στο συγκεκριμένο παράδειγμα περίοδος χάριτος ενός έτους, η μηνιαία δόση μετά την παρέλευσή του θα διαμορφωθεί στα 655 ευρώ επιβαρύνοντας τον δανειολήπτη συνολικά με περίπου 1.600 ευρώ.
Αναστολή πληρωμής δόσεων
Σε ακραίες περιπτώσεις όπου τα εισοδήματα δεν επαρκούν για την πληρωμή των δόσεων, οι τράπεζες μπορούν να παράσχουν μια περίοδο χάριτος κατά τη διάρκεια της οποίας δεν καταβάλλονται δόσεις. Οι τόκοι στην προκειμένη περίπτωση κεφαλαιοποιούνται αυξάνοντας το συνολικό χρέος, τις μελλοντικές δόσεις και τους τόκους. Στο προηγούμενο παράδειγμα, αν επιλεγεί περίοδος χάριτος δύο ετών, οι τόκοι αυτής της περιόδου ύψους 9.000 ευρώ θα κεφαλαιοποιηθούν αυξάνοντας το χρέος σε 109.000 ευρώ. Με εναπομένουσα διάρκεια 18 έτη, η νέα δόση θα διαμορφωθεί σε 740 ευρώ, ενώ οι τόκοι θα αυξηθούν κατά 7.000 ευρώ.