Προς έγκριση στην Τράπεζα της Ελλάδος και στην τρόικα που χρηματοδοτεί την ανακεφαλαιοποίηση του εγχώριου χρηματοπιστωτικού κλάδου έχει αποστείλει η Ελληνική Ενωση Τραπεζών (ΕΕΤ) το σχέδιό της για τη ρύθμιση των στεγαστικών δανείων. Η προεκλογική εξαγγελία για περιορισμό της μηνιαίας δόσης στο 30% του εισοδήματος του δανειολήπτη είναι αδύνατον να υλοποιηθεί διότι σε μια τέτοια περίπτωση το κόστος για το σύστημα θα ανερχόταν σε τουλάχιστον 20 δισ. ευρώ, κεφάλαια τα οποία δεν είναι διαθέσιμα. Η πρόταση που έχουν σχεδιάσει οι τράπεζες προβλέπει τη μείωση κατά 30% για τα επόμενα τρία ή πέντε χρόνια των μηνιαίων καταβολών για όσους πελάτες αποδεδειγμένα είχαν εισοδηματικές απώλειες μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Με την προτεινόμενη λύση η απομείωση στα ίδια κεφάλαια των τραπεζών περιορίζεται σε χαμηλά και απολύτως διαχειρίσιμα επίπεδα, ενώ σε όρους ρευστότητας οι απώλειες εκτιμώνται ετησίως σε 2-2,5 δισ. ευρώ, ποσό που εύκολα μπορεί να αναπληρωθεί και από τις αναμενόμενες επιστροφές καταθέσεων στο σύστημα, αφού «κλειδώσει» οριστικά η παραμονή της χώρας στο ευρώ.
Η μείωση στη μηνιαία δόση θα επιτυγχάνεται με δύο τρόπους:
1. Επιμήκυνση ως πέντε έτη. Ενα μέρος της μείωσης θα προέρχεται από την αύξηση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου κατά τρία ως και πέντε έτη.
2. Μερική αποπληρωμή κεφαλαίου. Ο δανειολήπτης κατά τη διάρκεια των επόμενων τριών ή πέντε ετών θα αποπληρώνει το σύνολο των τόκων και μέρος του κεφαλαίου ώστε η συνολική μείωση στη δόση του να φτάνει στο 30%.
Για παράδειγμα, σε ένα δάνειο με υπόλοιπο 200.000 ευρώ, επιτόκιο 3% και εναπομένουσα διάρκεια εξόφλησης τα 15 έτη, η μηνιαία δόση ανέρχεται σήμερα σε 1.380 ευρώ. Η δόση αυτή θα μειωθεί στα 970 ευρώ περίπου με την επιμήκυνση της διάρκειας εξόφλησης στα 18 έτη και την αποπληρωμή κάθε μήνα του συνόλου των αναλογούντων τόκων και το 50% - 60% του κεφαλαίου.
Αμέσως μετά τα τρία χρόνια της ρύθμισης ο δανειολήπτης θα έχει τη δυνατότητα να επαναδιαπραγματευτεί τους βασικούς όρους χρηματοδότησης. Ετσι, θα μπορεί για παράδειγμα να μειώσει τη διάρκεια του δανείου κατά τρία χρόνια ώστε η εξόφλησή του να γίνει στον αρχικώς προγραμματισμένο χρόνο και να μην υπάρχει περαιτέρω επιβάρυνση σε τόκους. Πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ότι η τράπεζα σε αυτή την περίπτωση δεν θα μπορεί να αλλάξει μονομερώς το επιτόκιο, όπως συμβαίνει στα δάνεια που βρίσκονται σε καθυστέρηση.