Προφήτης το τσιμέντο
Κυριακή, 24 Νοέμβριος 2024 19:12
Στην ελληνική αγορά η εικόνα παρέμεινε απογοητευτική, καθώς τα σημάδια ήπιας βελτίωσης που σημειώθηκαν το 2014 εξαφανίστηκαν πέρσι, από το καλοκαίρι και μετά, λόγω των κεφαλαιακών ελέγχων που ελαχιστοποίησαν τη ζήτηση για ιδιωτικές κατασκευές και προκάλεσαν την υπολειτουργία των δημοσίων έργων. Πλέον, οι πωλήσεις τσιμέντου στην αγορά αποτελούν μόλις το 6% του συνολικού όγκου πωλήσεων του ομίλου, με τη διοίκηση να στρέφεται στη λύση των εξαγωγών της εγχώριας παραγωγής. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ζήτηση τσιμέντου το 2015 υπολογίζεται ότι κινήθηκε στα επίπεδα του 1962, δηλαδή 65% χαμηλότερα του μέσου όρου των τελευταίων 50 ετών. Η εικόνα αυτή αναμένεται να διατηρηθεί εν πολλοίς και φέτος, αν και η διοίκηση της Τιτάν αναμένει μια έστω και οριακή βελτίωση της ζήτησης, κυρίως λόγω της υλοποίησης δημόσιων έργων, παραμένοντας βέβαια σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο. Σύμφωνα με τη διοίκηση του ομίλου τσιμέντων, «οι τρέχουσες συνθήκες δεν οδηγούν σε αισιόδοξες προοπτικές εξέλιξης, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, καθώς η ανάκαμψη του κλάδου εξαρτάται άμεσα από την οικονομική ανάπτυξη και την επακόλουθη ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, την άνοδο της απασχόλησης και τη βελτίωση της τραπεζικής χρηματοδότησης». Πάντως, η εικόνα που διαμορφώθηκε κατά τον τελευταίο μήνα του 2015 άφησε κάποια, μικρά έστω, περιθώρια αισιοδοξίας για το τρέχον έτος. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), οι εκδοθείσες άδειες της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας αντιστοιχούν σε 271,9 χιλιάδες τ.μ. επιφάνειας και 1.510 χιλιάδες κυβικά μέτρα όγκου, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 21,3% στην επιφάνεια και κατά 67,3% στον όγκο, συγκριτικά με τον αντίστοιχο μήνα του 2014. Ως εκ τούτου σε ετήσια βάση, δηλαδή στο σύνολο του 2015, η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα υποχώρησε κατά 3,3% με βάση την επιφάνεια και κατά 0,2% με βάση τον όγκο των οικοδομών. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι το ποσοστό συμμετοχής της δημόσιας οικοδομικής δραστηριότητας στον συνολικό οικοδομικό όγκο άγγιξε το 26,2%, δείγμα της όλο και μεγαλύτερης επίδρασης των δημόσιων έργων, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, όταν η συμμετοχή τους διαμορφωνόταν κυρίως σε μονοψήφιο ποσοστό.