Στις περιοχές / γειτονιές της Αθήνας, αλλά και άλλων πόλεων, η οικονομική ύφεση και οι πολιτικές που αναζητούνται για την εξυπηρέτηση του χρέους έρχονται να χρωματίσουν ιδιαίτερα και να εντείνουν χαρακτηριστικά και παράγοντες που ήδη υπήρχαν, κατασκευάζοντας ένα «σκηνικό κρίσης», σε ένα πεδίο δυναμικών κοινωνικο-οικονομικών μετασχηματισμών. Στη σταδιακή υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος που καταγράφεται στον ασφυκτικό ιστό τον οποίο δημιούργησαν οι υψηλοί συντελεστές εκμετάλλευσης της γης, στη συνακόλουθη έλλειψη πρασίνου και ελεύθερων χώρων, στην «άναρχη» και κατά κανόνα γραμμική ανάπτυξη, στις ελλιπείς κοινωνικές υποδομές, στην περιβαλλοντική υποβάθμιση, στη συγκοινωνιακή υποεξυπηρέτηση και στην κυκλοφοριακή συμφόρηση, έρχονται να προστεθούν σειρά πολύ σημαντικών φαινομένων, που η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει ίσως για πρώτη φορά σε αυτή την ένταση:
• Εντεινόμενη οικονομική και κοινωνική υποβάθμιση κεντρικών περιοχών γενικής κατοικίας, με ταυτόχρονη στοχοποίησή τους στον κυρίαρχο λόγο, ο οποίος τις περιγράφει ως ένα ακαθόριστο κοινωνικό περιθώριο που περιλαμβάνει αδιάκριτα μετανάστες, ναρκομανείς και άστεγους.
• Αυξανόμενη απομάκρυνση πληθυσμού και οικονομικών δραστηριοτήτων, τόσο τοπικού όσο και μητροπολιτικού χαρακτήρα, από τις κεντρικές περιοχές προς νέες περιφερειακές οικιστικές αναπτύξεις. • Συσσώρευση μεγάλου όγκου κενού κτιριακού αποθέματος που αφορά πρωτίστως σε κατοικία, κτίρια γραφείων και καταστήματα. Στο φαινόμενο αυτό προστίθεται ο παράγοντας της γήρανσης των μεσοπολεμικών και πρώτων μεταπολεμικών κτισμάτων, που συγκροτούν το μεγαλύτερο ποσοστό του κεντρικού κτιριακού αποθέματος, για το οποίο απαιτούνται άμεσα παρεμβάσεις περιβαλλοντικής και στατικής αναβάθμισης.
• Ενας πρόσθετος παράγοντας στο σκηνικό της κρίσης, που την αναδεικνύει και ως κρίση ευρύτερα στο σύστημα σχεδιασμού, εκδηλώνεται με τη νομοθεσία που προωθεί επενδύσεις με διαδικασίες οι οποίες παρακάμπτουν τους μέχρι σήμερα καθιερωμένους ελέγχους και εγκρίσεις ως «δύσκαμπτες» και χρονοβόρες, που συχνά είναι.