Τραπεζικά στελέχη απορούν πώς μπορεί, τόσο σε τεχνικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, να υπάρξουν δύο διαφορετικές αντικειμενικές αξίες, μία για να υπολογίζονται οι «προσδεδεμένοι» φόροι και μία που θα ισχύει για τα ακίνητα που έχουν προσημειώσει οι τράπεζες μέσω των στεγαστικών δανείων που έχουν χορηγήσει ή που θα χορηγήσουν στο μέλλον. Όπως αναφέρουν, η πρόθεση αυτή του υπουργείου Οικονομικών θα πρέπει να λάβει την έγκριση της ΕΚΤ, η οποία, ως επόπτρια του πανευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, θα πρέπει να διαπιστώσει ότι δεν θίγεται η ομαλή λειτουργία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, όπως π.χ. θα συνέβαινε αν δημιουργούνταν η ανάγκη για τη λήψη πρόσθετων προβλέψεων για τις τράπεζες. Ακόμα και εάν η κυβέρνηση προτίθεται να διατηρήσει αμετάβλητες τις αντικειμενικές αξίες για τις τράπεζες, οι χαμηλότερες αντικειμενικές αξίες στην αγορά θα δημιουργούσαν σύγχυση και θα διαμόρφωναν πτωτικά, στην πράξη, και τις αντικειμενικές για τον υπολογισμό των εμπράγματων εξασφαλίσεων των τραπεζών. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην ανάγκη μεγαλύτερου ύψους προβλέψεων για επισφάλειες. Επιπλέον, θα μειωνόταν η αξία των collaterals (ενεχύρων) που χρησιμοποιούν οι τράπεζες για την άντληση ρευστότητας από το ευρωσύστημα. Εν προκειμένω, οι τραπεζίτες αναφέρονται στην άντληση ρευστότητας από τις τράπεζες μέσω ELA για την οποία η ΕΚΤ δίνει το «πράσινο φως». Στο σκέλος αυτό, ο λόγος της ΕΚΤ σε οποιαδήποτε απόφαση της κυβέρνησης θα επηρέαζε το τραπεζικό σύστημα, αποκτά, πέραν της διάστασης του «επόπτη», και αυτήν του «χρηματοδότη».
Πηγή:www.capital.gr