To λίφτινγκ του κτηριακού αποθέματος της χώρας αποτελεί την καινούργια αγορά που προσπαθούν να "αξιοποιήσουν" οι κατασκευαστικές. Οι αριθμοί που απεικονίζουν το μέγεθος αυτής της "νέας" αγοράς, είναι εντυπωσιακοί. Το κτηριακό απόθεμα είναι αρκετά πεπαλαιωμένο, σε μεγάλο ποσοστό δεν διαθέτει τα απαραίτητα συστήματα θερμομόνωσης, ενώ περίπου το 84% έχει κτιστεί πριν το 2000,δηλαδή πριν την εφαρμογή του πιο επικαιροποιημένου Αντισεισμικού Κανονισμού. Οι συνολικές κατοικίες στην ελληνική επικράτεια το 2011 ήταν 6,4 εκ., από τις οποίες το μεγαλύτερο τμήμα (1,4 εκ. κτήρια) κτίστηκε στη δεκαετία του ‘70. Στη δεκαετία του 2000 κτίστηκαν 986 χιλ. κτήρια, περίπου όσα και τις προηγούμενες δεκαετίες του ’80 και ’90. Εκτός από την ηλικία, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα επιμέρους τεχνικά χαρακτηριστικά των κτηρίων, όπως το είδος της μόνωσης. Η μόνωση των κτηρίων στην Ελλάδα έχει βελτιωθεί σταδιακά, καθώς το ποσοστό των κτηρίων χωρίς μόνωση έχει μειωθεί σε 9% για τα κτήρια που κτίστηκαν μετά το 2001 (7,8% για τα κτήρια μετά το 2006), όταν τα 2/3 των κτηρίων που κτίστηκαν πριν το 1981 και το 41,5% των κτηρίων που κτίστηκαν μεταξύ 1981-1990 δεν είχαν κανένα είδος μόνωσης. Αξιοσημείωτη εξέλιξη εμφανίζεται στο είδος της μόνωσης που αφορά διπλά τζάμια μαζί με μόνωση των εξωτερικών τοίχων, όπου καταγράφεται σημαντική αύξηση μεριδίου των κτηρίων μετά το 2001, στο 43,1% έναντι 29,8% την προηγούμενη δεκαετία και πολύ χαμηλών μεριδίων τις δεκαετίες πριν το 1980. Για την αναζωογόνηση του κτηριακού αποθέματος και τη βελτίωση της ποιότητάς του είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθούν έργα εκσυγχρονισμού ή αντικατάστασης των υπαρχόντων κτηρίων και ιδίως των αστικών πολυκατοικιών, με παροχή κινήτρων και αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου, για όλες τις αναγκαίες επεμβάσεις που απαιτούνται. Τα χαρακτηριστικά του κτηριακού αποθέματος, αλλά και η ανάγκη για παρεμβάσεις στα παλαιότερα κτήρια, θα μπορούσαν να αποδειχθούν ωφέλιμα για τον κατασκευαστικό κλάδο, καθώς η ανακαίνιση ή αντικατάσταση του πεπαλαιωμένου κτηριακού αποθέματος, αποτελεί ένα σημαντικό τομέα δυνητικής ανάπτυξης της αγοράς, υπό την προϋπόθεση ότι οι συνθήκες χρηματοδότησης στην οικονομία θα έχουν εξομαλυνθεί.