Για μία ακόμα φορά το παιγνίδι με τις αντικειμενικές τιμές επαναλαμβάνεται . Αυξήσεις που φέρνουν τις αντικειμενικές τιμές πολύ κοντά στα επίπεδα των εμπορικών αξιών, είναι το καινούργιο δεδομένο φέτος. Φυσικά η φορολογική επιβάρυνση για όλες τις μορφές μεταβίβασης ενός ακινήτου αυξάνεται θεαματικά-υπέρμετρα σε σχέση με άλλες ανταγωνιστικές αγορές – αλλά το ερώτημα που ανακύπτει είναι με ποιους μηχανισμούς καθορίζονται αυτές οι τιμές. Το τελευταίο καιρό οι αυξήσεις που έχει υποστεί η μεταβίβαση ακινήτων είναι κάτι το αδιανόητο για μία αγορά που βρίσκεται σε ύφεση. Δύο αυξήσεις ΦΠΑ, επιβαρύνσεις από την υπαγωγή σε ΦΠΑ μία σειράς υπηρεσιών που είναι απαραίτητες προκειμένου να συνταχθεί το συμβόλαιο για την μεταβίβαση. Αν σε όλα αυτά προστεθούν και η αύξηση των αντικειμενικών αυτό σημαίνει ότι το κόστος απόκτησης ενός ακινήτου θα ανάβει πάνω από 20% -στο ευνοϊκό σενάριο για αύξηση των αντικειμενικών κατά 30%- . Στην περίπτωση που επιβληθούν τιμές αυξημένες 100% αναλογιστείτε ότι το κόστος διπλασιάζεται . Τι σημαίνει αυτό; Πάγωμα των συναλλαγών που σήμερα είναι τουλάχιστον 70% χαμηλότερες σε σύγκριση με το 2008. Το χειρότερο απ΄όλα είναι ότι το υπουργείο Οικονομικών προχωρά στην «δολοφονία» της αγοράς ακινήτων χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για την κατάσταση που επικρατεί αγορά. Λοιπον μία εξίσωση των αντικειμενικών με τις πραγματικές όπως έχει ανακοινώσει ουσιαστικά θα πλήξει τις περιοχές που οι αντικειμενικές τιμές είναι χαμηλές, αντίθετα στα ακριβά προάστεια η «ψαλίδα» έχει κλείσει σημαντικά. Δηλαδή η επιβάρυνση θα είναι μεγαλύτερη στο Πέραμα παρά στο Ψυχικό !!! Ως γνωστόν στο υπουργείο Οικονομικών με το θέμα αυτό λειτουργούν επιτροπές οι οποίες διαμορφώνουν τις τελικές εισηγήσεις. Οι επιτροπές αυτές αν και αποτελούνται από «ειδικούς», δεν έχουν στη διάθεση τους αντικειμενικούς μηχανισμούς πληροφόρησης για το που «κλειδώνουν» οι τιμές σε κάθε περιοχή ή μη μόνο τις τιμές που εμφανίζονται στις αγγελίες που δημοσιεύονται στον Τύπο. Αλλά ακόμα και αυτό το «εργαλείο» -για το οποίο υπάρχουν αρκετές ενστάσεις για την αντικειμενικότητά του-δεν χρησιμοποιείται συστηματικά αφού δεν έχουν κτισθεί οι διαχρονικές βάσεις δεδομένων οι οποίες θα επιτρέψουν τη καταγραφή των τάσεων που επικρατούν στην αγορά.