Σοβαρά εμπόδια στη σχεδιαζόμενη αύξηση των αντικειμενικών αξιών μπορεί να βάλει η νομολογία των δικαστηρίων, καθώς απαιτεί να στηρίζεται η αναπροσαρμογή σε στοιχεία πρόσφατα, που να απεικονίζουν την πραγματική και όχι την πλασματική αγοραία αξία των ακινήτων. Με βάση την ίδια νομολογία ζητείται να ληφθεί υπόψη και το ενδεχόμενο να έχει συμπληρωθεί κατά τη νέα αναπροσαρμογή τουλάχιστον διετής ύφεση που να βεβαιώνεται ότι έχει πλήξει την αγορά ακινήτων.
Αυτό σημαίνει ότι στην περίοδο της μεγάλης κρίσης που βιώνουμε, οι νέες αντικειμενικές αξίες δεν μπορούν να υπερβούν το μέσο όρο της αγοραίας αξίας των ακινήτων χωριστά σε κάθε περιοχή, γιατί αλλιώς απειλούνται με ακύρωση. Σε περιοχές, μάλιστα, που οι τιμές πώλησης εμφανίζονται χαμηλότερες των αντικειμενικών αξιών, το κράτος οφείλει να τις αναπροσαρμόσει προς τα κάτω, αφού θα κινδυνεύει η εκάστοτε υπουργική απόφαση να ακυρωθεί μετά από σχετική προσφυγή των ενδιαφερομένων στα δικαστήρια.
Από τη διαμορφούμενη νομολογία, ιδιαίτερα βαρύνουσα είναι η επισήμανση ότι οι αυξήσεις πρέπει να στηρίζονται και να δικαιολογούνται με βάση επαρκή και πρόσφατα στοιχεία αγοραπωλησιών που έγιναν τελευταία και όχι με παλαιότερα ή με αγγελίες για μελλοντική πώληση, που δεν αποτελούν ασφαλές στοιχείο. Παράλληλα, μολονότι το ΣτΕ απέρριψε κατ' αρχήν (στην περίπτωση του Π. Ψυχικού) τον ισχυρισμό για ακυρότητα των αυξήσεων λόγω της ύφεσης στην αγορά ακινήτων, άφησε ορθάνοιχτο το ζήτημα αυτό για το άμεσο μέλλον και γενικότερα για άλλες περιοχές. Κι αυτό γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση, βάρυνε στην κρίση του ότι οι αυξήσεις έγιναν για βάθος χρόνου εξαετίας, καθώς οι προηγούμενες του 2007 και 2009 έχουν ακυρωθεί, με συνέπεια να ισχύουν ακόμα τιμές του 2005. Ταυτόχρονα, δέχθηκε ότι, όταν έγιναν οι αυξήσεις στο ξεκίνημα του 2011, δεν είχε ακόμα συμπληρωθεί διετία από την ύφεση που έπληξε την αγορά ακινήτων και συνεπώς δεν μπορούσε ακόμα να ευσταθήσει ο σχετικός ισχυρισμός περί ύφεσης που πρόβαλαν οι ιδιοκτήτες ακινήτων, που προσέφυγαν κατά των αυξήσεων.