Σε κατάσταση φορολογικής πολιορκίας βρίσκεται η αγορά ακινήτων καθώς οι ιδιοκτήτες «τιμωρούνται» από την υπερφορολόγηση και την φορολογική φιλοσοφία που διέπουν όχι μόνο την επιβολή των φόρων αλλά και την διαχείριση ολόκληρου του συστήματος. Τυπική περίπτωση, οι αντικειμενικές αξίες οι οποίες στις περισσότερες περιπτώσεις και ιδίως στα επαγγελματικά ακίνητα, όπου προσμετράται και ο –εκτός σημερινής πραγματικότητας- συντελεστής εμπορικότητας, είναι πολύ μεγαλύτερες (συχνά υπερδιπλάσιες) πραγματικών.
Η πιο πρόσφατη λαθροχειρία είναι η νομοθετική «αναστολή» του «πόθεν έσχες» για αγορά ή ανοικοδόμηση ακινήτου η οποία οδηγεί σε παραπλάνηση και σε φορολογικό εγκλωβισμό εκείνων που θα σπεύσουν να επενδύσουν σε κατοικία χωρίς να λάβουν υπόψη τις επιπτώσεις από τα τεκμήρια . Οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται αντιμέτωποι όχι μόνο με αύξηση της φορολογικής τους επιβάρυνσης , αλλά και με πρόστιμα και προσαυξήσεις που μπορεί να υπερβαίνουν ακόμα και την αξία ολόκληρης της περιουσίας του. Η φορολογική νομοθεσία, από την άλλη πλευρά θεωρεί ότι η κατοχή ενός ακινήτου αποτελεί φορολογικό αντικείμενο. Αυτό σημαίνει ότι οι ιδιοκτήτες ακινήτων που έχουν απρόσοδες περιουσίες (ξενοίκιαστα, άκτιστα, ή και εκ του νόμου απρόσοδα, όπως δεσμευμένα ή κατεχόμενα μόνον κατά την ψιλή κυριότητα) να καλούνται να καταβάλλουν φόρους για περιουσιακό στοιχείο το οποίο όχι μόνο δεν προσφέρει εισόδημα αλλά σε πολλές περιπτώσεις απαιτεί ένα σημαντικό ποσό για την συντήρηση του. Και το χειρότερο είναι ότι φορολογικά τουλάχιστον δεν αναγνωρίζει ούτε και αυτές τις δαπάνες.
Η εφαρμογή του Φ.Α.Π. με δημευτικούς συντελεστές έως και 1-2% ετησίως, σε συνδυασμό με την ποινικοποίηση της αδυναμίας εξόφλησης φόρων προς το Δημόσιο που θεσπίζει η νέα νομοθεσία, και την σημερινή πλήρη αδυναμία εκποίησης ακινήτου σε οποιοδήποτε τίμημα, ακόμη και με πλειστηριασμό, επιβάλλει επιτακτικά πλέον την ανάγκη θέσπισης του δικαιώματος του φορολογούμενου πολίτη που βρίσκεται σε αδυναμία πληρωμής, να εξοφλεί τις οφειλές του από ΦΑΠ και άλλους φόρους επί των ακινήτων με μονομερή «εκχώρηση ακινήτου» προς το δημόσιο, στην τιμή της εκτίμησης του από το ΚΕΠΥΟ, με σκοπό την δια συμψηφισμού εξόφληση των οφειλών του. Απόλυτα ανυπεράσπιστοι είναι οι εκμισθωτές ακινήτων απέναντι στους κακοπληρωτές όχι μόνον ενοικίων, για τα οποία το δημόσιο απαιτεί «εκβιαστικά» την εντός έτους «εκχώρηση χωρίς αντάλλαγμα», αλλά και κοινοχρήστων, λογαριασμών κοινής ωφέλειας και σημαντικών ζημιών σε κατοικίες και επαγγελματικά ακίνητα, για τα οποία ουδεμία φορολογική αναγνώριση υπάρχει.
Τέλος η γραφειοκρατία «ζεί , βασιλεύει και επεκτείνεται». Τυπικό παράδειγμα το πλήθος βεβαιώσεων και πιστοποιητικών που απαιτούνται προκειμένου να διεκπεραιωθεί ακόμα και μία τυπική συναλλαγή (δηλώσεως μισθωμάτων για δίκες, φόρου κληρονομιάς ή ΦΑΠ για συμβόλαια κλπ). Με την κατάργηση των εφοριών η ταλαιπωρία θα γίνει θα επαυξηθεί.