Η Ελλάδα, σύμφωνα με διεθνείς έρευνες, είναι από τις ακριβότερες χώρες του κόσμου σε ό,τι αφορά το συνολικό κόστος που απαιτείται για μία συναλλαγή στην κτηματαγορά. Αγοραστής και πωλητής πρέπει να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη τους, καθώς καλούνται να πληρώσουν ένα ποσοστό που κυμαίνεται από 11,39% έως 19,01% της αξίας του ακινήτου και κατά μέσο όρο γύρω στο 15%. Βεβαίως, για το υψηλό κόστος συναλλαγών ακινήτων, μεγάλο ρόλο παίζουν οι δεκάδες φόροι που βαρύνουν την αγορά. Φόροι μεταβίβασης έως 10%, ΦΠΑ 23% στα νεόδμητα και την αντιπαροχή, δημοτικός φόρος μεταβίβασης, φόρος ανταλλαγής (στις συνενώσεις οικοπέδων), τέλη υπέρ νομικών κατά τη σύνταξη συμβολαίων, κατά τη μεταγραφή καθώς και τέλος μετεγγραφής συμβολαίων, δημιουργούν ένα «τείχος» φόρων για όσους θέλουν να αγοράσουν ή να πουλήσουν ένα ακίνητο. Αλλά και οι αμοιβές σε διάφορους επαγγελματίες που εμπλέκονται στην αγορά ακινήτων θεωρούνται ιδιαίτερα υψηλές και η απελευθέρωση που αποφασίστηκε μπορεί να φέρει και απελευθέρωση των τιμών των ακινήτων. Να γίνει δηλαδή ακόμη πιο φθηνή η συναλλαγή, που κυρίως βαρύνει τον αγοραστή. Είναι χαρακτηριστικό ότι αν κάποιος θέλει να αγοράσει σήμερα πρώτη κατοικία που στο συμβόλαιο φαίνεται ότι κοστίζει 120.000 ευρώ θα πρέπει να υπολογίσει άλλα 10.000 ευρώ για τις αμοιβές και τους φόρους. Ειδικοί της αγοράς εκτιμούν ότι μπορεί να υπάρξει σημαντική μείωση των βαρών στα ακίνητα σε συνδυασμό, όμως, και με ένα γενναίο ψαλίδι στους φόρους, οι οποίοι έχουν στραγγαλίσει την αγορά και ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για τη βουτιά της κτηματαγοράς.