Εδώ στην Ελλάδα εφηύραμε νέες μεθόδους είσπραξης φόρων στα ακίνητα σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Φόρους κατοχής ακινήτων -τέτοιος είναι το χαράτσι μέσω της ΔΕΗ- επιβάλλουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες με ελάχιστες εξαιρέσεις (μεταξύ των οποίων η Μεγάλη Βρετανία και η Αυστρία). Ολες όμως στηρίζονται σε κοινά αποδεκτούς κανόνες που υιοθετούνται, προκειμένου να αποφεύγονται οι φορολογικές αδικίες.
Στην Ιταλία, ο φόρος κατοχής επιβάλλεται επί της εμπορικής αξίας των ακινήτων, με συντελεστές που κυμαίνονται από 0,4% έως 0,7%. Δηλαδή, για ακίνητο αξίας 200.000 ευρώ, αντιστοιχεί φόρος 800 ευρώ. Στην Πορτογαλία, στα ακίνητα για τα οποία υπάρχει πρόσφατη αποτίμηση της αξίας τους, ο φόρος κατοχής επιβάλλεται με συντελεστές 0,2% έως 0,4%, ενώ για τα ακίνητα για τα οποία δεν υπάρχουν πρόσφατα στοιχεία, οι συντελεστές είναι υψηλότεροι και κυμαίνονται από 0,4% έως 0,7%. Στη Νορβηγία έχουν εφεύρει άλλο σύστημα, για να προστατεύσουν τη μικρή ιδιοκτησία. Κατ' αρχήν, ως φορολογική βάση λαμβάνεται το 25% της εμπορικής αξίας του ακινήτου.
Αφορολόγητο όριο έχει θεσπίσει και η Κύπρος, διαμορφώνοντάς το στα 170.860 ευρώ. Το υπόλοιπο τμήμα της περιουσίας φορολογείται με συντελεστές έως και 0,4%. Στη Σουηδία, μια από τις πλουσιότερες χώρες με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ευρώπης, ο φόρος κατοχής, υπολογίζεται με συντελεστή 0,75% επί της αξίας του ακινήτου και δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 722 ευρώ τον χρόνο, ενώ για τους συνταξιούχους ο φόρος δεν μπορεί να υπερβαίνει το 4% του εισοδήματός τους. Σε Τσεχία και Πολωνία, επιβάλλεται φόρος κατοχής με βάση την επιφάνεια και όχι με βάση την αξία του ακινήτου. Στην Πολωνία, οι κατοικίες φορολογούνται με 9 έως 16 λεπτά του ευρώ ανά τ.μ., ενώ στα εμπορικά ακίνητα, ο φόρος κυμαίνεται από 19 λεπτά έως 5,12 ευρώ. Αντίστοιχα, στην Τσεχία κατοικίες και διαμερίσματα φορολογούνται με έως και 41 λεπτά του ευρώ ανά τ.μ. Η Γαλλία φορολογείται μόνο ένα κομμάτι της αξίας του ακινήτου (π.χ. στο 50% για τα διαμερίσματα), αλλά εφαρμόζει συντελεστές που φτάνουν στο 5,29%. Ακόμη και εκεί όμως, υπάρχουν εξαιρέσεις. Για παράδειγμα, ελαφρύνονται όσοι έχουν στεγαστικό δάνειο επιδοτούμενο από το κράτος.