Ρώσοι, Κινέζοι, Αραβες και Αμερικανοί, κατά κύριο λόγο, επενδυτές θα μπορούν τώρα να προχωρήσουν σε αγορά εξοχικού, οικοπέδου ή οποιουδήποτε άλλου ακινήτου (π.χ. κτίριο γραφείων) χωρίς το άγχος της άδειας παραμονής, αρκεί φυσικά το ποσό της αγοραπωλησίας να ξεπερνά τις 250.000 ευρώ. Βεβαίως, το συγκεκριμένο όριο προκειμένου να δίνεται η βίζα θεωρείται υψηλό και αποκλείει ένα μεγάλο μέρος των υποψήφιων επενδυτών που θέλουν να αποκτήσουν παραθεριστική κατοικία στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση θέλει να αποκλείσει όλους εκείνους που θα ήθελαν να πάρουν βίζα στην Ελλάδα επενδύοντας ελάχιστα χρήματα καθώς απευθύνεται σε επενδυτές με «γερό» πορτοφόλι που έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν το σπίτι των ονείρων τους με θέα τις ελληνικές θάλασσες. Επίσης, στοχεύει στην προσέλκυση μεγάλων εταιρειών real estate οι οποίες θα μπορούν να προχωρήσουν σε σημαντικές επενδύσεις (σε επαγγελματικά ακίνητα ή μεγάλα τουριστικά συγκροτήματα) και παράλληλα να εξασφαλίσουν βίζα για ένα ορισμένο αριθμό στελεχών που θα εγκατασταθούν στην Ελλάδα.
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι η χορήγηση πενταετούς άδειας παραμονής έχει ορισμένες προϋποθέσεις. Όπως το γεγονός ότι με την άδεια παραμονής δεν δίνεται και άδεια εγκατάστασης και εργασίας, ούτε υπολογίζονται αυτά τα έτη παραμονής για την απόκτηση ιθαγένειας. Επίσης, δίνεται η δυνατότητα μετακίνησης σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης αλλά όχι άδεια εργασίας. Με την αγορά ενός σπιτιού στην Ελλάδα, δηλαδή, δεν θα μπορεί κάποιος να μεταβεί σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα για να εργαστεί, παρά μόνο για να την επισκεφτεί. Το νούμερο ένα πρόβλημα όσων ξένων, εκτός Ε.Ε., ήθελαν να αγοράσουν κάποιο ακίνητο στην Ελλάδα ήταν η αδυναμία τους να μείνουν για μεγάλο διάστημα. Πολλοί ήταν αυτοί που αγόραζαν σπίτι αλλά δεν μπορούσαν να μείνουν όσο θέλουν επειδή δεν είχαν άδεια παραμονής. Η ρύθμιση του υπουργείου Ανάπτυξης, σε συνεργασία με το υπουργείο Εξωτερικών, ήταν κάτι που περίμεναν οι εμπλεκόμενοι στο real estate διότι στις επαφές με τους υποψήφιους ξένους επενδυτές, ήταν το βασικό αίτημα που είχαν. Ειδικά ο ρωσικός παράγοντας, που ενισχύεται κάθε χρόνο στην Ελλάδα, πίεζε προς την κατεύθυνση της «εύκολης» βίζας.