Ένα μεγάλο εμπόδιο για να αγοράσει σήμερα ένας φορολογούμενος ένα ακίνητο και να εκμεταλλευτεί τις πραγματικά πολύ χαμηλές τιμές που έχουν διαμορφωθεί στην αγορά, λόγω της ύφεσης και της υπερφορολόγησης, είναι ο παράλογος και καθαρά εισπρακτικός τρόπος εφαρμογής του πόθεν έσχες. Τόσο στον προηγούμενο όσο και στον νέο Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προβλέπεται ότι για την Εφορία το τίμημα αγοράς ενός ακινήτου για την εφαρμογή του πόθεν έσχες είναι η αντικειμενική αξία του ακινήτου.
Στην πράξη γίνεται το εξής: Ένας φορολογούμενος αγοράζει ένα κατάστημα αντικειμενικής αξίας 500.000 ευρώ στην τιμή των 200.000 ευρώ και αναγράφει και το πραγματικό τίμημα στο συμβόλαιο. Ωστόσο, η Εφορία θα τον καλέσει να αποδείξει ότι διαθέτει φορολογημένο εισόδημα από το παρελθόν ύψους 500.000 ευρώ και όχι των 200.000 που κατέβαλε πραγματικά. Αν και στο παρελθόν πολλοί φορολογούμενοι έχουν προσφύγει στη Δικαιοσύνη, αμφισβητώντας τις σχετικές διατάξεις, και έχουν δικαιωθεί, το υπουργείο Οικονομικών τις επανέλαβε αυτούσιες στον νέο Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Όπως σημειώνουν έμπειροι φοροτεχνικοί, η σχετική πρόβλεψη στο τέλος δεν εφαρμόζεται, ωστόσο ο υποψήφιος αγοραστής θα πρέπει να ταλαιπωρηθεί με προσφυγές και προστριβές με την Εφορία, προκειμένου να γλυτώσει την παραπάνω άδικη φορολόγηση. Το θέμα έχει τεθεί με ένταση από τους φορείς της αγοράς στην ηγεσία του ΥΠΟΙΚ. Στο σχέδιο που εκπονείται από το υπουργείο για το «ξεπάγωμα» της αγοράς ακινήτων περιλαμβάνεται και η διόρθωση της συγκεκριμένης παράλογης πρόβλεψης, προκειμένου να μην κινδυνεύουν πλέον οι αγοραστές ακινήτων με στοχοποίηση από την Εφορία.