Με λιγότερους εργαζόμενους και με μεγαλύτερη εργασιακή ανασφάλεια η αγορά ακινήτων οδηγείται στην απόλυτη απαξίωση και στα χέρια των κορακιών και των τοκογλύφων. Αυτο το απλό συμπέρασμα που είναι πλέον κοινός τόπος στον κάθε ελληνα αγνοούν επιδεικτικά οι δανειστές και η Κυβέρνηση δεν φαίνεται διατεθειμένη να κάνει το παραμικρό για να το αντιμετωπίσει.Το αντίθετο μάλιστα: το ενισχύει. Μάλιστα ούτε και τα επίσημα στοιχεία δεν την ταρακουνούν. Φθίνουσα πορεία έχει από το 2010 το εργατικό δυναμικό της χώρας ακολουθώντας τη μείωση του πληθυσμού των ατόμων ηλικίας άνω των 15 ετών. Μάλιστα, από το συγκεκριμένο έτος και μετά, μειώνεται και ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού, ενώ από το 1981 έως και το 2009, το εργατικό δυναμικό αυξανόταν. Αυτό προκύπτει από την έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ για την περίοδο 1981- 2015, από την οποία συνάγονται επίσης τα εξής: Έως και το 2009, οι ετήσιες μεταβολές στο πλήθος των απασχολουμένων και των ανέργων κυμαίνονται σε επίπεδα κάτω των 100.000 ατόμων. Από το 2010, οι μεταβολές είναι μεγαλύτερες, με έντονη αύξηση των ανέργων και αντίστοιχη μείωση του απασχολουμένων. Η τάση αυτή κορυφώνεται το 2013, ενώ τα επόμενα δύο χρόνια, η κατάσταση στην αγορά εργασίας παρουσιάζει μικρή βελτίωση. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της περιόδου 1981- 2015 είναι η διευρυνόμενη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας και η συνεπακόλουθη αύξηση της συμμετοχής τους στην απασχόληση. Αντίθετα, η συμμετοχή των ανδρών μειώνεται, με αποτέλεσμα τη συνεχή συρρίκνωση των διαφορών μεταξύ τους. Από αυτή την άποψη, η οικονομική κρίση είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο στους άνδρες, καθώς κατά την περίοδο 2009- 2015 το ποσοστό απασχόλησης των ανδρών υποχώρησε κατά 13% έναντι 6% των γυναικών. Πολύ σημαντική είναι η άνοδος του επιπέδου εκπαίδευσης του εργατικού δυναμικού. Το 1981, το 67% του εργατικού δυναμικού ήταν, το πολύ, απόφοιτοι δημοτικού, ενώ μόλις το 8% κατείχε τίτλο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το 2015, η κατάσταση έχει αντιστραφεί και τα ποσοστά διαμορφώνονται στο 13% και 32%, αντίστοιχα. Παρόμοια αύξηση παρατηρείται και στο ποσοστό των ατόμων που έχουν ολοκληρώσει την ανώτερη δευτεροβάθμια ή μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση.