Το ελληνικό παράλογο ξεδιπλώνεται σε όλες τις διαστάσεις του, σε ένα απο τους πιο δημοφιλείς τουριστικούς παγκόσμιους προορισμούς. Πρόκειται για την Σαντορίνη και την Μονή του Προφήτη Ηλία όπου αὐτές τις ἡμέρες ἐπιχειρεῖται ἀπό τό Ὑπουργεῖο Ἐθνικῆς Ἀμύνης ἡ ἀναβάθμιση τοῦ Ραντάρ .Εἰδικό συνεργεῖο ἐνισχύει τόν πυλώνα προκειμένου νά δεχθεῖ νέα μηχανήματα.Τό Ραντάρ βρίσκεται σε ἀπόσταση μόλις 20 μέτρων και βρίσκεται απο το Μονή η οποία ἔχει χαρακτηρισθεῖ ἀπό τό Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ, ὡς ἱστορικό καί διατηρητέο μνημεῖο . Ἀντίστοιχα, τό ὄρος τοῦ Προφήτη Ἠλία, στήν κορυφή τοῦ ὁποίου βρίσκεται ἡ Μονή, εἶναι ἐνταγμένο στόν Ἐθνικό Κατάλογο NATURA 2000 καί ἄρα, προστατευόμενο καί ἀσύμβατο μέ κάθε εἴδους στρατιωτική ἐγκατάσταση.
Στην πραγματικότητα , η εγκατάσταση αλλά η επέκταση ουσιαστικά θέτει σε κίνδυνο ακόμα και την λειτουργία της Μονής η οποία λειτουργεί χωρίς διακοπή εδώ και τρείς αιώνες. Συγκεκριμένα , τό 1711 εἶναι τό ἔτος ἵδρυσης τῆς Μονῆς, σύμφωνα μέ τήν κτητορική ᾿Επιστολή (6 Μαρτίου 1711), πού ὑπογράφεται ἀπό τόν ἐπίσκοπο Θήρας Ζαχαρία Γύζη. Κτήτορες εἶναι οἱ ἀδελφοί Γαβριήλ καί ᾿Ιωακείμ, γιοί τοῦ ᾿Αντωνίου Μπελώνια καί τῆς Αἰκατερίνης Σιγάλα τοῦ ᾿Ιωάννη, ἀπό τό χωριό Πύργος. ῾Ιερομόναχοι καί ἐφημέριοι στή γενέτειρά τους, ἀποτραβήχτηκαν καί ἵδρυσαν τό μοναστήρι ἀξιοποιώντας οἰκογενειακά τους κτήματα. ᾿Εκεῖ ὑπῆρχαν ἤδη δύο ἐξωκκλήσια, ἀφιερωμένα στόν προφήτη ᾿Ηλία καί στήν ῾Υπαπαντή τοῦ Κυρίου. ῾Η δύναμη τῆς Μονῆς ἀπό τά μέσα τοῦ 18ου μέχρι τά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα κυμάνθηκε μεταξύ δεκαπέντε καί εἴκοσι μοναχούς, ἀριθμός ἰδιαίτερα μεγάλος γιά τίς μονές τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, μέ ἐξαίρεση βεβαίως τίς μονές τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους. ᾿Αποτέλεσμα τόσο τῆς ἀνάπτυξης ὅσο καί τῆς συνέπειάς της ἔναντι τοῦ Πατριαρχείου ἦταν ἡ παραχώρηση τοῦ ἀξιώματος τῆς Πατριαρχικῆς ᾿Εξαρχίας στόν ἡγούμενο.῾Ο ἀριθμός τῶν μοναχῶν μέχρι τό 1850 κυμαινόταν ἀπό δέκα μέχρι εἴκοσι, καί μερικές φορές μεγαλύτερη, σύμφωνα μέ τό Μοναχολόγιο τῆς Μονῆς. ῾Ο ᾿Ιωσήφ Δεκιγάλας (Γενικὴ Στατιστικὴ τῆς Νήσου Θήρας, ῾Ερμούπολις 1850, 16), μέ τήν ἀπογραφή πού ἔκανε στή Θήρα, καταγράφει δεκαπέντε μοναχούς. ᾿Από τά πρακτικά ἐκλογῆς τοῦ ἡγουμένου καί τῶν συμβούλων ἀπό τό 1850 καί μετά παρατηρεῖται ὅτι ὁ ἀριθμός αὐτός τηροῦνταν σχεδόν ἀμείωτος μέχρι καί τό 1870. ᾿Από τό 1880 ὅμως ἡ δύναμη τῆς Μονῆς συνεχῶς ἐλαττώνεται. Τό 1918, ἀπό πίνακα τοῦ τότε ῾Υπουργείου τῶν ᾿Εκκλησιαστικῶν, γνωρίζουμε ὅτι οἱ μοναχοί ἦταν ἐννέα.