Ανακρούουν πρύμναν τα διεθνή funds, αλλά και μεμονωμένοι ιδιώτες στο άκουσμα και μόνο της προοπτικής να επενδύσουν στην Ελλάδα. Η συντηρητική επενδυτική πολιτική, που ακολουθούν οι Ευρωπαίοι επιχειρηματίες, δεν συνάδει με το ασταθές οικονομικό περιβάλλον υποστηρίζουν στελέχη που πλαισιώνουν την κοινοπραξία συμβούλων της ΚΕΔ. Οι πιο αισιόδοξοι λένε ότι, με συνοπτικές διαδικασίες, το Υπουργείο Οικονομικών αποφάσισε να πουλήσει άμεσα, επιλεκτικά, τα πιο εμπορεύσιμα ακίνητα του Δημοσίου. Στο άκουσμα ότι «θα εγγυηθεί το ελληνικό δημόσιο», όσον αφορά τον χρόνο μίσθωσης, οι επενδυτές έγιναν πολύ επιφυλακτικοί. Υπό τις παρούσες συνθήκες, ο αρχικός στόχος της κυβέρνησης να συγκεντρώσει 50 δισ. ευρώ φαίνεται εξωπραγματικός. Όταν, προ ενός έτους, οι μεσιτικοί κύκλοι έκαναν λόγο για «ξεκάθαρη πολιτική βούληση» αναφορικά με την ταχύτητα αξιοποίησης των ακινήτων του Δημοσίου, λίγοι γνώριζαν ότι «ανεκτίμητη» παραμένει η οικονομική αξία της ακίνητης περιουσίας, που έχει αυτό στην κατοχή του. Υπάρχουν, άλλωστε, και τεχνικά και νομοθετικά θέματα, που εκκρεμούν επί μακρόν. «Ματαιοπονούν όσοι ελπίζουν ότι θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν την προσέλευση επενδυτών με πωλήσεις ακινήτων, των οποίων η απόδοση είναι κατώτερη του 8%», λένε οι ίδιοι σύμβουλοι. Το Δημόσιο, μετά από παλινωδίες αρκετών μηνών, ως προς τον τρόπο αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του, προσανατολίζεται στην εφαρμογή σύγχρονων χρηματοδοτικών δομών πώλησης και ταυτόχρονης μίσθωσης (sale & leaseback, sale construct, lease back operating leasing). Η λύση είναι απ’ όλες τις πλευρές επιθυμητή. Σήμερα ο φορέας του Δημοσίου -ΚΕΔΕΤΑ- ουσιαστικά έχει ρόλο διαχειριστή. Την πολιτική χαράσσουν οι σύμβουλοι, κοινοπραξίες τραπεζών (στις οποίες μετέχουν η Εθνική, η Πειραιώς, το Τ.Τ., η Αγροτική, οι Eurobank - Alpha, η Marfin και η Attica), σε συνεργασία με τις επικεφαλής εταιρείες.