Η απειλή του φόρου υπεραξίας επικρέμαται πάνω απο την αγορά ακινήτων και καθιστά κάθε επένδυση επίφοβη. Ο φόρος υπεραξίας για τα νομικά πρόσωπα, στην περίπτωση που η επένδυση είναι επιτυχημένη και το ακίνητο μελλοντικά ανατιμηθεί και πουληθεί, ισούται με τον φόρο των επιχειρήσεων (29%), αφού αποτελεί εισόδημα και είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη.Την ίδια ώρα, για τα φυσικά πρόσωπα, ο συντελεστής του 15% για τον φόρο υπεραξίας, που αναμένεται να ισχύσει από το 2018 –εκτός εάν δοθεί νέα αναστολή–, θα εφαρμόζεται επί πλασματικών αξιών και θα είναι σε πολλές περιπτώσεις πρακτικά ανεφάρμοστος και άδικος. Επίσης, λίγοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι αν θελήσουν να αγοράσουν ένα δεύτερο σπίτι, νεόδμητο, από κατασκευαστή (η πρώτη κατοικία εξαιρείται), θα πρέπει να καταβάλουν ΦΠΑ 24%. Νόμος που θεσπίστηκε το 2005, όταν η «φούσκα» των ακινήτων προσλάμβανε εξωπραγματικές διαστάσεις, και αφορά όλα τα ακίνητα με άδεια μετά την 1η Ιανουαρίου 2006 που πωλούνται για πρώτη φορά από επαγγελματία. Σε γενικές γραμμές για να αγοράσει κάποιος ιδιώτης ως φυσικό πρόσωπο ένα ακίνητο, πρέπει να πληρώσει 11% επί της αρχικής συμφωνηθείσας τιμής σε φόρους και άλλα έξοδα, για να το αποκτήσει. Αλλά για να το πουλήσει, από τον ερχόμενο Ιανουάριο και μετά, θα φορολογείται και με 15% φόρο υπεραξίας αν είναι φυσικό πρόσωπο. Αν είναι νομικό πρόσωπο, τότε τα καθαρά κέρδη από την πώληση προστίθενται στα συνολικά κέρδη του και φορολογούνται με συντελεστή 29%.Σε αυτές τις επιβαρύνσεις θα πρέπει να συνυπολογισθούν και εκείνες που θα πληρώνει κατά τη διάρκεια κατοχής του ακινήτου, δηλαδή ο ΕΝΦΙΑ και ο συμπληρωματικός φόρος, που διαφοροποιείται μεταξύ φυσικών και νομικών προσώπων.