Ανυπέρβλητα «εμπόδια» στη δόμηση σε εκτός σχεδίου περιοχές όπου υπάρχει άναρχη οικιστική ανάπτυξη και αυθαίρετα, βάζει το Συμβούλιο της Επικρατείας, επιμένοντας στη θέση ότι οι αυθαίρετες κατασκευές που ανεγέρθηκαν μετά τις 31-1-83 εκτός οικιστικών περιοχών είναι καταδαφιστέες. Σύμφωνα με το ΣτΕ, σε μία τέτοια περιοχή (όπου αναπτύχθηκε και «νέα γενιά αυθαιρέτων, δεν μπορεί να θεμελιωθεί δικαίωμα για τους υπόλοιπους ιδιοκτήτες να κτίσουν και αυτοί, επειδή το κράτος για μεγάλο χρονικό διάστημα έδειξε ανοχή στην άναρχη οικοδομική δραστηριότητα ούτε επειδή υπάρχουν τέτοιες περιοχές που εξυπηρετήθηκαν από οδικό δίκτυο και δίκτυα φωτισμού, ύδρευσης κ.λπ. Η μακρόχρονη κρατική αδράνεια δεν μπορεί να στηρίξει την προσδοκία ότι μια τέτοια περιοχή θα μετεξελιχθεί νόμιμα σε οικιστική. Το κράτος -κατά το ΣτΕ- μπορεί νόμιμα να παρέμβει σε αυτές τις περιπτώσεις περιορίζοντας σημαντικά τη δόμηση, γιατί η μακρόχρονη ανοχή του δεν σημαίνει ότι υπάρχει υποχρέωση να διατηρηθεί η πραγματική κατάσταση που έχει δημιουργηθεί αλλά ούτε ότι επιβάλλεται να διαιωνιστούν τυχόν ευνοϊκές ρυθμίσεις για εκτός σχεδίου ακίνητα. Από την άλλη, το δικαστήριο κρίνει ότι θα μπορούσαν οι ιδιοκτήτες να αξιώσουν αποζημίωση σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις όπου στερούνται ουσιωδώς τη χρήση της ιδιοκτησίας τους (σε σχέση με τον προορισμό της), εφόσον αποδείξουν με αγωγή στα δικαστήρια ότι το βάρος του περιορισμού που τους επιβάλλεται ξεπερνά το εύλογο όριο ανοχής και αλληλεγγύης, που δέχεται το Σύνταγμα.
Παράλληλα το ΣτΕ επιμένει ότι για τα αυθαίρετα που κτίστηκαν πριν από τις 31-1-83, η κρίση για οριστική εξαίρεσή τους, από την κατεδάφιση θα ήταν επιτρεπτή μόνο εάν είχε προηγηθεί ένταξη της περιοχής όπου βρίσκονται σε πολεοδομικό σχέδιο και είχε επομένως καταστεί οικιστική, γιατί διαφορετικά το αποτέλεσμα θα ήταν η γενικευμένη νομιμοποίηση αυθαιρέτων, που θα καθιστούσε πολύ δυσχερή ή και αδύνατο τον πολεοδομικό σχεδιασμό. Στη συγκεκριμένη υπόθεση κρίθηκε σύμφωνο με το Σύνταγμα, Προεδρικό Διάταγμα για την περιοχή των Μεσογείων, κατά το σκέλος που πρόβλεψε τη ένταξη τμήματος της Ραφήνας σε ζώνη πρασίνου («μπλοκάροντας» έτσι τη δόμηση) με στόχο να διατηρηθούν άθικτα τα σημεία σε δασικές περιοχές γύρω από την οικιστική ζώνη και να αποτραπεί η περαιτέρω υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Ιδιοκτήτες ακινήτων προσέφυγαν στη δικαιοσύνη υποστηρίζοντας ότι τέθηκαν υπέρμετροι περιορισμοί στην ιδιοκτησία τους που παραβιάζουν τις συνταγματικές διατάξεις που προστατεύουν την ιδιοκτησία, την ισότητα, την αναλογικότητα καθώς και το 1ο πρόσθετο πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) για την κατοχύρωση περιουσιακών δικαιωμάτων. Μεταξύ άλλων υποστήριξαν ότι η επίμαχη ιδιωτική έκταση έχει αποκτήσει οικιστικό χαρακτήρα με ανάπτυξη κατοικιών και δίκτυα ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ κ.λπ. και οι περιορισμοί δόμησης παραβιάζουν τη δικαιολογημένη προσδοκία τους για μελλοντική ένταξη της περιοχής στο σχέδιο πόλης, αφού το κράτος (με πράξεις και παραλείψεις) επέτρεψε ή ανέχθηκε για πολλά χρόνια τη δημιουργία οικισμού.
Το ΣτΕ δέχθηκε, όμως, ότι η εκτεταμένη οικοδομική δραστηριότητα μιας περιοχής εκτός σχεδίου, δεν συνεπάγεται υποχρέωση του κράτους για διατήρηση της δημιουργηθείσας πραγματικής κατάστασης ούτε για ένταξή της στο σχέδιο πόλης, έστω και αν η οικιστική ανάπτυξη έγινε ανεκτή για μακρό χρονικό διάστημα. Ούτε όμως επιβάλλεται για το κράτος η διαιώνιση ευνοϊκών ρυθμίσεων ούτε η ιδατήρηση και νομιμοποίηση αυθαίρετων οικιστικών συνόλων, ιδίως όταν η ένταξή τους στο σχέδιο δεν εναρμονίζεται με τον ευρύτερο χωροταξικό σχεδιασμό