Κραυγαλέα αντισυνταγματική είναι η διάταξη του σχεδίου νόμου (άρθρο 12 παράγραφος 2) η οποία αίρει την αναδάσωση σε δημόσια και ιδιωτικά δάση, άρα "καταργεί" την προστασία τους, καθώς έρχεται σε αντίθεση με τα άρθρα 24 και 117 του Συντάγματος, καθιστά σαφές η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής στη γνωμοδότησή της, με ημερομηνία 18.12. Στην έκθεσή της υπογραμμίζει ότι η προτεινόμενη ρύθμιση "καταλαμβάνει πλέον όλες τις εκτάσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, και δεν θέτει ως προϋπόθεση για την άρση της αναδάσωσης την έλλειψη δασικού χαρακτήρα". Με εργαλείο την πλούσια και πάγια νομολογία του ΣτΕ επισημαίνει ότι κατά το άρθρο 117 παράγραφος 3 του Συντάγματος "δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλον τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για τον λόγο αυτόν τον χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό". Κατά την έννοια αυτής της διάταξης "κάθε αποψιλούμενη δασική έκταση, δημόσια ή ιδιωτική, κηρύσσεται υποχρεωτικά αναδασωτέα με μόνη την αντικειμενική διαπίστωση της συνδρομής των κατά την ανωτέρω συνταγματική διάταξη προϋποθέσεων» (ΣτΕ 3980/2011 και ΣτΕ 1599/2014, ΣτΕ 952/1990, κατά την οποία η διάταξη έχει άμεση εφαρμογή «γιατί δεν εξαρτάται από την έκδοση νόμου, η [δε] προστασία των δασών θεσπίζεται χωρίς κανένα χρονικό όριο στο παρελθόν»). Η εξαίρεση από την υποχρέωση αναδάσωσης όσον αφορά εκτάσεις παρανόμως χρησιμοποιηθείσες προ της 11.6.1975, κατά τρόπον που να καθίσταται αδύνατη η ανατροπή της δημιουργηθείσας πραγματικής κατάστασης, έχει κριθεί ως αντίθετη προς τη διάταξη του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος. Αντιθέτως, κατά το μέρος που αφορά δάσος ή δασική έκταση που έχουν οριστικώς απολέσει τον δασικό τους χαρακτήρα από νόμιμη αιτία, και δεν είναι δυνατή η ανατροπή τής, με νόμιμο τρόπο, δημιουργηθείσας πραγματικής κατάστασης, δεν αντίκειται στη συνταγματική διάταξη (ΣτΕ 1517/2009, 2126, 1316/2000,1573/2002). Κατά πάγια νομολογία, «από τα άρθρα 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις υπάγονται ως φυσικά αγαθά σε ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς προς διατήρηση της μορφής τους και της κατά προορισμό χρήσης τους, στο αυτό δε προστατευτικό καθεστώς υπάγονται και οι εκτάσεις που κηρύσσονται ως αναδασωτέες. Στις τελευταίες εξάλλου αυτές εκτάσεις, ανεξαρτήτως εάν είναι ιδιωτικές ή δημόσιες, απαγορεύονται επεμβάσεις πριν από την πραγματοποίηση του σκοπού της αναδάσωσης και την ανάκτηση της δασικής μορφής έκτασης". Η Επιστημονική Υπηρεσία παραπέμπει και στις συζητήσεις κατά την ψήφιση του Συντάγματος, τόσο στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή όσο και στην Ολομέλεια της Βουλής από τις οποίες προκύπτει ότι το αυστηρό καθεστώς προστασίας των αναδασωτέων εκτάσεων "θεσπίστηκε προκειμένου να προστατευθούν πολύτιμοι θύλακοι δασικών οικοσυστημάτων από την οικοπεδοποίηση".