O παραλογισμός της φορολόγησης των ακινήτων δεν έχει προηγούμενο καθώς οι φόροι υπολογίζονται πάνω σε ανύπαρκτη περιουσία. Οι συντελεστές για τον υπολογισμό του ΦΑΠ, του «χαρατσιού» μέσω της ΔΕΗ αλλά και του νέου φόρου από το 2014 έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Ότι επιβάλλονται με βάση ανύπαρκτες αξίες, με βάση αντικειμενικές τιμές που ίσχυαν την εποχή της μεγάλης «φούσκας» στα ακίνητα. Ενώ δηλαδή η ακίνητη περιουσία της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων έχει πλήρως απαξιωθεί, η εφορία υπολογίζει τους φόρους με τιμές ζώνης που δεν έπρεπε να υπάρχουν. Μάλιστα, με βάση την απόφαση της κυβέρνησης για «πάγωμα» των αντικειμενικών αξιών μέχρι το 2016, οι πάνω από 6 εκατ. ιδιοκτήτες ακινήτων θα συνεχίσουν να πληρώνουν για την επόμενη τριετία φόρους που δεν αντιστοιχούν στην πραγματική αξία της περιουσίας τους. Σήμερα, οι αγοραίες τιμές ακινήτων έχουν υποχωρήσει πάνω από 30% σε σχέση με το 2008, ωστόσο, οι αντικειμενικές αξίες έχουν παραμείνει ίδιες. Όμως, η ανυπαρξία αγοραστών, το γεγονός δηλαδή ότι δεν υπάρχει καμιά ζήτηση για αγορά ακινήτων, ουσιαστικά εκμηδενίζει την αξία των ακινήτων, τα οποία δεν μπορούν να πουληθούν ούτε για την καταβολή των φόρων. Η κατάσταση είναι πιο δραματική στην επαγγελματική στέγη καθώς χιλιάδες γραφεία και καταστήματα είναι χρόνια ξενοίκιαστα, δεν αποδίδουν έσοδα αλλά την ίδια στιγμή φορολογούνται πάνω σε απίστευτα υψηλές αντικειμενικές αξίες και εμπορικούς συντελεστές. Υπάρχουν χιλιάδες πλέον ιδιοκτήτες που έχουν μεγάλη περιουσία στα «χαρτιά» αλλά με την κατάρρευση της κτηματαγοράς δεν έχουν καμιά αξία στην αγορά.