Το σχέδιο για την απαξίωση της αγοράς ακινήτων ολοκληρώνεται. Στην πραγματικότητα , μετά την καθίζηση των μισθωμάτων λόγω της ύφεσης και της φορολογίας , η απελευθέρωση των επαγγελματικών μισθώσεων ήταν το κερασάκι στην τούρτα για να ολοκληρωθεί η "κατεδάφιση" της ακίνητης περιουσίας χιλιάδων μικροϊδιοκτητών.
Εκτός από την ύφεση, τα ζητούμενα ενοίκια για κατοικίες και κυρίως για την επαγγελματική στέγη πιέζονται και από τη φορολογία. Και μάλιστα σκόπιμα από το υπουργείο Οικονομικών. Και υπό τις ευλογίες της τρόικας. Τα τελευταία δύο χρόνια έγιναν παρεμβάσεις στον τρόπο φορολόγησης των εισοδημάτων από τα ακίνητα, αλλά και στη φορολόγηση της κατοχής ακινήτων, που, μεταξύ άλλων, στόχευαν στο να δώσουν κίνητρο αλλά και να πιέσουν τους ιδιοκτήτες να μειώσουν τις απαιτήσεις τους για τα μισθώματα των ακινήτων. Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Οι αλλαγές που έγιναν στη φορολογία των ακινήτων είναι οι εξής: Καταργήθηκε ο ενιαίος τρόπος φορολόγησης των εισοδημάτων, με τον οποίο το εισόδημα από τα ενοίκια ερχόταν να προστεθεί στο συνολικό εισόδημα του φορολογουμένου. Με αυτόν τον τρόπο, το εισόδημα από ενοίκια έφτανε να φορολογείται έως και με συντελεστή 45%, καθώς η πλειονότητα των ιδιοκτητών, εκτός από ενοίκια, έχει και εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, συντάξεις ή ελευθέριο επάγγελμα. Από το 2013 θεσπίστηκε αυτοτελής φορολόγηση για τα ενοίκια, και μάλιστα με συντελεστή 10% για το εισόδημα έως 1 2.000 ευρώ και 33% για το εισόδημα άνω των 12.000 ευρώ. Ας δούμε και ένα παράδειγμα για να γίνει κατανοητό το όφελος. Μισθωτός με εισόδημα 30.000 ευρώ είχε και εισόδημα από ενοίκια 10.000 ευρώ. Το 2012 πλήρωσε φόρο εισοδήματος 8.820 ευρώ, ενώ το 2013 τού αναλογεί συνολικός φόρος εισοδήματος 6.900 ευρώ, δηλαδή 1.920 ευρώ λιγότερα. Για τα εισοδήματα του 2014 έγινε ακόμα μία παρέμβαση προς την κατεύθυνση της μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης των ενοικίων. Καταργήθηκε ο συμπληρωματικός φόρος επί των μισθωμάτων, που ήταν 1,5% για τις κατοικίες έως 300 τετραγωνικά και 3% για τις μεγαλύτερες κατοικίες και τις επαγγελματικές μισθώσεις. Επιβλήθηκε τσουχτερός φόρος ακινήτων και στα ακίνητα που είναι κενά και ξενοίκιαστα. Ενώ τα ακίνητα που δεν ήταν ηλεκτροδοτούμενα απαλλάσσονταν από το «χαράτσι» (ΕΕΤΗΔΕ) και το Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων (η μετεξέλιξη του «χαρατσιού», μειωμένου κατά 1 5%), δεν υπήρξε σχετική απαλλαγή και από τον Ενιαίο Φόρο ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ), ο οποίος θα αντικαταστήσει και θα συγχωνεύσει φέτος το «χαράτσι» και τον Φόρο Ακίνητης Περιουσίας. Αν και οι ιδιοκτήτες ζήτησαν απαλλαγή για τα κενά και ξενοίκιαστα ακίνητα ή, έστω, μείωση του φόρου κατά 50%, το υπουργείο Οικονομικών δεν έκανε δεκτά τα σχετικά αιτήματα. Η άρνηση αυτή δεν συνδέεται μόνο με δημοσιονομικές ανάγκες (τα σχετικά φορολογικά έσοδα), αλλά εξυπηρετεί και διαρθρωτικούς σκοπούς. Η μείωση της φορολογίας των μισθωμάτων μείωσε και το φορολογικό κόστος της εκμίσθωσης ακινήτων, επιτρέποντας στους ιδιοκτήτες να μειώσουν τα ζητούμενα μισθώματα.
Παράλληλα, με την επιβολή φόρου κα στα κενά και ξενοίκιαστα δημιουργείται πίεση προς τους ιδιοκτήτες ακινήτων για να βάλουν τα ακίνητα στην αγορά και, προκειμένου να ενοικιαστούν, να μειώσουν το ζητούμενο μίσθωμα. Να σημειωθεί ότι οι σχετικές παρεμβάσεις έγιναν και υπό τις ευλογίες της τρόικας, η οποία θεωρεί την υποχώρηση των ενοικίων ως ένα από τα βασικά εργαλεία για να επιτευχθεί η επιδιωκόμενη «εσωτερική υποτίμηση». Το κόστος της μίσθωσης ακινήτων είναι και ένα από τα βασικά κόστη που αντιμετωπίζει μια επιχείρηση η οποία θέλει να επενδύσει, αλλά, λόγω της κρίσης, δεν αναλαμβάνει μακροπρόθεσμο κίνδυνο.