Nέες παγίδες για χιλιάδες ιδιοκτήτες ακινήτων κρύβει η διατήρηση σε εξωπραγματικά επίπεδα των αντικειμενικών αξιών. Σύμφωνα με τον νέο Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ), στο άρθρο 32 ορίζεται ξεκάθαρα ότι στην περίπτωση αγοράς ακινήτων «ως τίμημα αγοράς λαμβάνεται η αξία που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 1249/1982. Αν το τίμημα που καθορίζεται στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια είναι μεγαλύτερο από την πιο πάνω αξία, ως καταβαλλόμενη δαπάνη λαμβάνεται το καθοριζόμενο σε αυτά τα συμβόλαια τίμημα». Αυτό σημαίνει ότι ανεξαρτήτως της τιμής στην οποία θα αποκτηθεί κάποιο ακίνητο, η Εφορία θεωρεί ως τίμημα αγοράς το αναγραφόμενο ποσό που φυσικά είναι η αντικειμενική αξία, όπως ορίζει ο νόμος. Η «βόμβα» για όσους πρέπει να δικαιολογήσουν την αγορά, μετά την επαναφορά του «πόθεν έσχες» για απόκτηση κάθε ακινήτου, έγκειται στο γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των συναλλαγών γίνεται πλέον σε τιμές πολύ κάτω από τις αντικειμενικές αξίες. Παρ' όλα αυτά, όμως, τα τεκμήρια θα πρέπει να υπολογιστούν με βάση αυτές τις πλασματικές αντικειμενικές. Ετσι, ο φορολογούμενος θα δηλώσει στη φορολογική του δήλωση μια υψηλή αντικειμενική τιμή και θα κινδυνεύει να πιαστεί στην τσιμπίδα των τεκμηρίων, καθώς θα πρέπει να δηλώσει υψηλότερα εισοδήματα, επομένως και να πληρώσει μεγαλύτερο φόρο εισοδήματος.