Οι τιμές των ακινήτων είναι το νέο φόβητρο των Ελλήνων τραπεζιτών. Η συνεχιζόμενη πτώση της αξίας των ακινήτων που παρατηρείται στην αγορά λόγω της σημαντικής φορολογικής επιβάρυνσης στις μεταβιβάσεις και της κατοχής ενός ακινήτου (χαράτσι) και της μειωμένης ζήτησης, θα μπορούσε να δημιουργήσει νέες ανάγκες εποπτικών κεφαλαίων. Οι επιπλέον κεφαλαιακές ανάγκες στην επιβεβαίωση ενός κακού σεναρίου ενδέχεται να φτάσουν έως και τα 20 δισ. ευρώ για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, λένε τραπεζικοί αναλυτές, αφού η μείωση της αξίας των ακινήτων επηρεάζει αρνητικά τις εξασφαλίσεις (ενέχυρα) που έχουν οι τράπεζες στα βιβλία τους από στεγαστικά και επιχειρηματικά δάνεια που έχουν χορηγήσει. Το σύνολο των στεγαστικών δανείων ανέρχεται σε περίπου 75 δισ. ευρώ και περίπου σε 100 δισ. ευρώ ανέρχονται τα επιχειρηματικά δάνεια. Οι τράπεζες, κατά τη «χρυσή» δεκαετία (δηλαδή μετά την τραπεζική απελευθέρωση) χορηγούσαν δάνεια ακόμα και για το 100% της εμπορικής αξίας ενός ακινήτου, παρά το γεγονός ότι οι συστάσεις της κεντρικής τράπεζας προέβλεπαν να μη χορηγείται πάνω από το 70% της αξίας του ενεχύρου και η δόση να μην ξεπερνά το 40% του μηνιαίου εισοδήματος του δανειολήπτη. Αν όμως δεν ανακάμψουν οι αξίες των ακινήτων σε σύντομο χρονικό διάστημα, θα απαιτηθεί να ληφθούν σταδιακά νέες προβλέψεις μέχρι και 20 δισ. ευρώ, λένε τραπεζικοί αναλυτές. Οι ίδιοι εξηγούν ότι οι τράπεζες δεν θα κληθούν απαραίτητα να λάβουν όλο το ποσό (των 20 δισ. ευρώ) σε προβλέψεις, αφού η αγορά ακινήτων τα επόμενα έτη θα μπορούσε να βελτιωθεί, υπό την προϋπόθεση ότι μαζί με τα δημοσιονομικά στοιχεία, ανέκαμπτε και η κοινωνία.