Η αύξηση των αντικειμενικών και οι υπό διαμόρφωση πολεοδομικές και χωροταξικές ρυθμίσεις οδηγούν στην απαξίωση της αγοράς ακινήτων στις λεγόμενες αγορές κατοικίας μεσαίου και χαμηλού κόστους αλλά και στην συρρίκνωση της αγοράς εξοχικής κατοικίας και σε δραστικό περιορισμό της εκτός σχεδίου δόμησης. Αυτές θα είναι οι άμεσες επιπτώσεις της δανειακής σύμβασης που σύντομα θα αρχίσει να νομοθετείται με εφαρμοστικούς νόμους.
Η αύξηση των αντικειμενικών αξιών θα πλήξει κυρίως περιοχές στις οποίες , οι αξίες παρά την κρίση εξακολουθούν να υπολείπονται ή να κινούνται στα επιπεδα των αντικειμενικών. Οι περιοχές αυτές είναι οι λεγόμενες χαμηλού κόστους στις οποίες οι αρχικές τιμές ζώνης υπολείπονταν σημαντικά των εμπορικών τιμών. Τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να δει κανείς στην Δυτική Αττική και Θεσσαλονίκη καθώς και σε ζώνες άλλων επαρχιακών πόλεων . Από μία πρόσφατη έρευνα προέκυψε ότι οι περιοχές αυτές είναι κυρίως εκείνες οι οποίες εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας και τους υψηλότερους δείκτες εγκληματικότητας. Στις περιπτώσεις αυτές η αγορά ακινήτων θα δεχτεί μία σειρά πληγμάτων καθώς η αύξηση των τιμών ζώνης θα επιφέρει εκτός των άλλων μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση των ιδιοκτητών η πλειοψηφία των οποίων ιδιοχρησιμοποιεί τα ακίνητα. Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι σε περιοχές όπως το Πέραμα, ο Ασπρόπυργος, οι Αχαρνές μία αύξηση των αντικειμενικών αξιών στα επίπεδα των τρεχουσών εμπορικών τιμών θα αποτελέσει τη ληξιαρχική πράξη θανάτου της τοπικής αγοράς . Αυτό θα συμβεί όχι μόνο διότι θα «παγώσουν» οι συναλλαγές αλλά και επειδή η αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης (φόρος εισοδήματος, τέλη και φόροι κεφαλαίου) σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά ανεργίας θα οδηγήσουν χιλιάδες ιδιοκτήτες είτε σε αδυναμία καταβολής των φόρων είτε σε αδυναμία εξυπηρέτησης των στεγαστικών τους δανείων. Ανάλογα φαινόμενα θα καταγραφούν και στις περιοχές που χαρακτηρίζονται –κυρίως λόγω εγκληματικότητας- ως υποβαθμισμενες και οι οποίες βρίσκονται στο κέντρο της πρωτεύουσας. Σε αυτές , η αύξηση των αντικειμενικών θα σημάνει εκτός των άλλων και την πλήρη απαξίωση των επαγγελματικών χώρων , στους οποίους οι αντικειμενικές αξίες που ισχύουν σήμερα είναι σημαντικά υψηλότερες από τις τρέχουσες αξίες .
Το δεύτερο μεγάλο πλήγμα που θα δεχτεί η αγορά ακινήτων αφορά στις περιοχές που είναι εκτός σχεδίου πόλεως και κυρίως εκείνες που βρίσκονται σε τουριστικές περιοχές. Σύμφωνα με το μνημόνιο ΙΙ , η ελληνική πλευρά αναλαμβάνει την υποχρέωση να προωθήσει άμεσα χωροταξικές και πολεοδομικές ρυθμίσεις οι οποίες θα ενισχύουν τις επενδύσεις. Αυτή η φαινομενικά «αθώα» πρόβλεψη μεταφράζεται σε αλλαγές στην αρτιότητα, στις χρήσεις γης και -το κυριότερο- ρυθμίσεις οι οποίες θα ενισχύουν την ιδιωτική πολεοδόμηση μεγάλων εκτάσεων. Στην πραγματικότητα , στην αγορά εξοχικής κατοικίας θα διαμορφωθούν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Από την μία πλευρά , επενδυτικοί όμιλοι θα απολαμβάνουν κινήτρων για την ανάπτυξη της οργανωμένης μαζικής δόμησης και από την άλλη θα οι μικροί ιδιοκτήτες και οι τοπικοί κατασκευαστές θα πλήττονται από την ύφεση , την αδυναμία πρόσβασης στον τραπεζικό δανεισμό και την υψηλή φορολόγηση. Ήδη, οι ρυθμίσεις Σηφουνάκη για τα «τυφλά» οικόπεδα, τις χρήσεις γης στις εκτός σχεδίου περιοχές αλλά και τα νομοθετήματα που επιτρέπουν την «συγκατοίκηση» ξενοδοχείων με παραθεριστικές κατοικίες είναι ένας προάγγελος για αυτά που θα έλθουν αργότερα.
Κοινή συνισταμένη όλων αυτών , είναι ότι όλα στοχεύουν στην υποβάθμιση της ακίνητης περιουσίας που κατέχουν κυρίως χαμηλά και μεσαία εισοδήματα που ήδη πλήττονται από την παρατεταμένη ύφεση αλλά και από όλα τα μέτρα που προβλέπονται στο νόμο για την δανειακή σύμβαση.