Αυξημένες κατά 2,5% ήταν οι δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών το 2019 σε σχέση με το 2018, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ωστόσο ο οικογενειακός προϋπολογισμός παραμένει δραματικά συρρικνωμένος σε σύγκριση με τα προμνημονιακά χρόνια. Η μέση ετήσια οικογενειακή δαπάνη είναι μειωμένη κατά 24,4% σε σχέση με το 2010 και κατά 30,3% σε σχέση με το 2008, έχοντας απολέσει ποσό ισοδύναμο με έναν βασικό μισθό (-642 ευρώ τον μήνα).
Tο φτωχότερο 20% του πληθυσμού ξοδεύει πάνω από τα μισά χρήματα για τη στοιχειώδη επιβίωση (54,9% πηγαίνουν σε διατροφή και στέγαση), ενώ το 20% των πλουσιότερων δαπανά λιγότερο από το ένα τέταρτο των χρημάτων του για τα ίδια αγαθά (24,9%). Αντίστοιχα το «ευ ζην» παραμένει προνόμιο του «5ου πεντημόριου», όπως ονομάζονται στη γλώσσα της στατιστικής τα οικονομικά ρετιρέ, τα οποία ξοδεύουν το διπλάσιο ποσοστό του προϋπολογισμού σε πολιτισμό και αναψυχή, ξενοδοχεία και εστιατόρια σε σχέση με το «1ο πεντημόριο» των φτωχότερων (19,5% έναντι 9,5%).
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 17,1% του πληθυσμού της χώρας, ποσοστό που μειώνεται στο 12,2% όταν στις συνολικές καταναλωτικές δαπάνες προστεθούν αγαθά και υπηρεσίες που αποκτήθηκαν με άλλο τρόπο πλην της αγοράς (π.χ. από ιδιοπαραγόμενα αγαθά, δωρεάν παροχές από εργοδότη, κράτος, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικές οργανώσεις κ.λπ). Με άλλα λόγια, το λάδι από το χωριό, το χαρτζιλίκι από τη σύνταξη του παππού, οι περίφημες «κοινωνικές μεταβιβάσεις», δηλαδή τα προνοιακά επιδόματα, ακόμα και οι φιλανθρωπίες, συγκρατούν έστω οριακά τον οικογενειακό προϋπολογισμό για τα φτωχότερα στρώματα.
Το κατώφλι της φτώχειας ορίζεται στο 60% της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης από αγορές και διαφοροποιείται από την απόλυτη φτώχεια, δηλαδή την αδυναμία κάλυψης βασικών αναγκών.
Σε πραγματικούς όρους, σημειώνει η ΕΛΣΤΑΤ, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 1,7% ή 291,96 ευρώ, αν λάβουμε υπόψη την επίδραση του πληθωρισμού. Το μεγαλύτερο μερίδιο δαπανών του μέσου προϋπολογισμού εξακολουθεί να αφορά τα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (20%), τη στέγαση (14%) και τις μεταφορές (13,4%), χωρίς σημαντικές διαφορές από το 2018.
Πιο «σπάταλα» είναι τα νοικοκυριά της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, που δαπανούν κατά μέσο όρο το 113,3% της μέσης δαπάνης της χώρας, πιο σφιχτούς προϋπολογισμούς έχουν τα νοικοκυριά της Στερεάς Ελλάδας (72,9% της μέσης δαπάνης). Τα νοικοκυριά της Αττικής έχουν επίσης μερίδιο συμμετοχής πάνω από τον μέσο όρο της επικράτειας (112,8%), ενώ η Κεντρική Μακεδονία κινείται οριακά κάτω από τον μέσο όρο (97,4%).
Οσον αφορά τα καταναλωτικά πρότυπα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα οδεύει σταθερά στον δρόμο της βαλκανοποίησης, αφού μαζί με Αλβανία, Βουλγαρία και Σερβία είναι μία από τις τέσσερις χώρες με το σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του οικογενειακού προϋπολογισμού να αφορά είδη διατροφής. Επιπλέον, η Βουλγαρία και η Ελλάδα καταγράφουν τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία σε σχέση με τον μέσο προϋπολογισμό των νοικοκυριών σε ευρωπαϊκό επίπεδο (7,7% και 7,1% αντίστοιχα).