Υπέρ της μελέτης ανάδειξης αρχαιοτήτων εντός του ανασχεδιασμένου σταθμού «Βενιζέλου», στο πλαίσιο των εργασιών για την κατασκευή του Μετρό Θεσσαλονίκης, γνωμοδότησαν ομόφωνα τα μέλη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου. Η μελέτη, που για να υλοποιηθεί προϋποθέτει την απόσπαση και επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων στην ίδια θέση, σε ποσοστό που διατηρεί την ενότητα και σε πολύ μεγάλο βαθμό (85%) το σύνολο των ευρημάτων, ήρθε στο ΚΑΣ μετά από διαβούλευση και συνεννόηση της Αττικό Μετρό και του δημάρχου της Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη. Πρόκειται για την επικαιροποιημένη προμελέτη που είχε εγκριθεί τον περασμένο Ιανουάριο και αφορούσε τον συγκερασμό δύο εκ των έξι λύσεων που είχαν παρουσιαστεί τότε και οι οποίες είχαν εκπονηθεί από το ΑΠΘ (καθηγητές Α. Αλεξοπούλου και Γ. Παπακώστα) και την Αρχαιολογική Υπηρεσία (σε συνεργασία με την Αττικό Μετρό). Τα μέλη του ΚΑΣ γνωμοδότησαν θετικά, έχοντας παρακολουθήσει, εκτός από το ιστορικό της υπόθεσης, που σε επίπεδο μελετών πηγαίνει πίσω δύο χρόνια, και το σκεπτικό της ανάδειξης των αρχαιοτήτων έτσι όπως παρουσιάστηκαν μέσα από τη συγκεκριμένη πρόταση. Παράλληλα άκουσαν τις τοποθετήσεις της διοίκησης της Αττικό Μετρό, που τόνισε ότι γίνεται προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος με τον καλύτερο τρόπο, η οποία απαιτεί τη βοήθεια όλων, του δημάρχου της Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη, συμβούλων του, καθώς και των εκπροσώπων του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων. Σύμφωνα με τη μελέτη ανάδειξης, η πρόσβαση στις αρχαιότητες που βρίσκονται στο -1 επίπεδο του σταθμού «Βενιζέλου» θα γίνεται μέσω κυλιόμενων σκαλών και από τις δύο εισόδους του σταθμού. Πριν από το συγκεκριμένο επίπεδο, θα προηγείται μεσοπάτωμα (στο οποίο θα μπορεί κανείς να μεταβεί με σταθερές κλίμακες), που θα λειτουργεί τόσο ως «μπαλκόνι» θέασης προς τις αρχαιότητες όσο και ως γέφυρα που θα διέρχεται κάτω από την Εγνατία, δίνοντας την ευκαιρία σε επιβάτες και μη να έρχονται σε άμεση επαφή με τα ευρήματα. Στη συνέχεια, στον υπό διαμόρφωση αρχαιολογικό χώρο στο -1 επίπεδο, ένας κατά μήκος διάδρομος, μια ράμπα, που δεν θα «πατά» σε αρχαία, θα εξυπηρετεί τους επισκέπτες του μνημείου, που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει ένα μεγάλο τμήμα της βυζαντινής Μέσης Οδού, την οποία θα έχουν τη δυνατότητα όχι μόνο να θαυμάσουν, αλλά και να περπατήσουν, αποκτώντας έτσι βιωματική σχέση. Εξάλλου, όπως σημειώθηκε, είναι αποδεδειγμένο ότι δεν υπάρχει κίνδυνος απόσπασης αρχαίου υλικού από αυτή την εγγύτητα. Στο επίπεδο των αρχαιοτήτων, αλλά και στο μεσοπάτωμα, θα διαμορφωθούν χώροι για την έκθεση κινητών ευρημάτων, ενώ η απόσπαση των αρχαιοτήτων, που για να πραγματοποιηθεί προϋποθέτει ειδική μελέτη η οποία θα πρέπει να πάρει το «πράσινο φως» του ΚΑΣ, εξασφαλίζει και τη διενέργεια ανασκαφικών ερευνών για τον εντοπισμό πιθανών αρχαιότερων στρωμάτων, της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής.