Η πορεία της κατανάλωσης είναι συνάρτηση όχι μόνον του διαθέσιμου εισοδήματος (που βέβαια και αυτό υποχωρεί σταθερά τα τελευταία χρόνια), αλλά και του συνολικού πλούτου των νοικοκυριών, δηλαδή, μεταξύ άλλων, της αξίας των μετοχών και των ακινήτων. Ως εκ τούτου, η συνολική πτώση των τιμών των κατοικιών κατά 35,84% από το δεύτερο τρίμηνο του 2008 έως το δεύτερο τρίμηνο του 2014 έχει περιορίσει σημαντικά και την ιδιωτική κατανάλωση, η οποία το ίδιο διάστημα μειώθηκε κατά 21,36%. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο δείκτης τιμών των διαμερισμάτων, όπως αυτός καταγράφεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, μειώνεται για 22 διαδοχικά τρίμηνα, ενώ κατά το δεύτερο φετινό τρίμηνο η κάμψη των τιμών άγγιξε το 7,3% σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2013. Η συνεχής υποχώρηση των αξιών οφείλεται στην υψηλή προσφορά νέων κατοικιών που δημιουργήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, αλλά και στην κατακόρυφη πτώση της ζήτησης, ως αποτέλεσμα της αύξησης της φορολογίας και της μείωσης των νέων χορηγήσεων στεγαστικών δανείων. Πάντως, από το τέλος του 2012 και μετά, ο ρυθμός πτώσης των τιμών των κατοικιών επιβραδύνεται διαρκώς, καθώς από το -12,8%, πλέον οι τιμές υποχωρούν με ετήσιο ρυθμό της τάξεως του 7,3%. Παρ’ όλα αυτά, η αρνητική ψυχολογία των ιδιοκτητών ακινήτων γύρω από την περιουσία τους, εν μέσω και διαρκών φορολογικών μεταβολών και επιβαρύνσεων, είναι πλέον εδραιωμένη, τη στιγμή, μάλιστα, που για τους περισσότερους, η λύση της πώλησης είναι αδιέξοδη, λόγω της έλλειψης ζήτησης και της μεγάλης μείωσης των αξιών. Ως εκ τούτου, πολλά νοικοκυριά αισθάνονται «εγκλωβισμένα» στο ακίνητό τους και περιορίζουν σημαντικά τις υπόλοιπες δαπάνες τους, προκειμένου αφενός μεν να το διατηρήσουν στην κατοχή τους, αφετέρου να καλύψουν τις φορολογικές υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτό. Σύμφωνα λοιπόν με την ανάλυση της Eurobank, «η συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και η πτώση των τιμών των διαμερισμάτων δημιουργούν αρνητικές δυνάμεις για τη σταδιακή ανάκαμψη και σταθεροποίηση της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης. Η τελευταία μεταβλητή, λόγω του υψηλού μεριδίου που κατέχει στο σύνολο της δαπάνης για εγχώρια αγαθά και υπηρεσίες, αποτελεί σημαντικό προσδιοριστικό παράγοντα του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης (ποσοστιαία μεταβολή του Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ) και ως εκ τούτου, η επιβράδυνσή της ανακόπτει την αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας».