Στα 6,3 εκατομμύρια άτομα ανήλθε το 2013 ο πληθυσμός της Ελλάδας που ζούσε υπό το καθεστώς φτώχειας, ή υπό την απειλή της φτώχειας λόγω υλικών στερήσεων και ανεργίας. Τα στοιχεία αυτά παρουσιάζει η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Κράτους (ΓΠΚ) της Βουλής για τις «Πολιτικές Ελάχιστου Εισοδήματος στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στην Ελλάδα: Μία συγκριτική ανάλυση». Οι οικονομολόγοι του Γραφείου υποστηρίζουν πως σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, «οι οποίες εφαρμόζουν προγράμματα αντιμετώπισης των κοινωνικών ανισοτήτων, η Ελλάδα, που αντιμετωπίζει οξύτατα φαινόμενα ακραίας φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, βραδυπορεί». Μάλιστα, σημειώνει ότι η ζήτηση για κοινωνική μέριμνα από την πλευρά των πολιτών είναι έντονη, ενώ η προσφορά από το κράτος χαρακτηρίζεται από «αποσπασματικότητα και διοικητικές δυσλειτουργίες». Και στο πλαίσιο αυτό «το δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας χαρακτηρίζεται από αναποτελεσματικότητα, ενώ παράλληλα δεν προβλέπεται αναπλήρωση των εισοδηματικών απωλειών από την οικονομική ύφεση στο άμεσο μέλλον». Σημειώνουν, δε, ότι το μέτρο του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος «ήρθε στην Ελλάδα καθυστερημένα». Οπως αναφέρει το ΓΠΚ, λαμβάνοντας υπόψη την έρευνα εισοδημάτων και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών, προκύπτει πως «2,5 εκατομμύρια άτομα βρίσκονται κάτω από το χρηματικό όριο της σχετικής φτώχειας, με βάση το εισόδημα του μεσαίου νοικοκυριού (το 60%)». Επιπλέον, «3,8 εκατομμύρια άτομα βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας λόγω υλικών στερήσεων και ανεργίας», με αποτέλεσμα το σύνολο να αυξάνεται στα 6,3 εκατομμύρια άτομα. Μάλιστα, επισημαίνεται πως η Ελλάδα σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat) βρίσκεται στη χειρότερη θέση στην Ε.Ε. των 28 χωρών, όσον αφορά τον κίνδυνο φτώχειας, ενώ συγκαταλέγεται στην ομάδα των χωρών με τη μεγαλύτερη φτώχεια (23,1%) και προηγείται της Ισπανίας, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας. Παράλληλα, κατέχει την τέταρτη χειρότερη θέση ως προς τον δείκτη χάσματος της φτώχειας μετά την Ισπανία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Σύμφωνα με την έκθεση του ΓΠΚ, η φτώχεια μπορεί να εκτιμηθεί με τη βοήθεια τριών δεικτών. Ο πρώτος δείκτης αναφέρεται στη σχετική φτώχεια, ο οποίος μετράει το ποσοστό του πληθυσμού με εισόδημα χαμηλότερο από το 60% του διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος. Οταν το διάμεσο εισόδημα αυξάνεται ή μειώνεται τότε και το όριο της φτώχειας αυξάνεται ή μειώνεται αντίστοιχα. Το 2013 το όριο φτώχειας ήταν 432 ευρώ τον μήνα για ένα άτομο και 908 ευρώ για μια τετραμελή οικογένεια. Ο δεύτερος δείκτης αναφέρεται στο σταθερό όριο σχετικής φτώχειας, δηλαδή στο ποσοστό του πληθυσμού που είχε το 2013 εισόδημα χαμηλότερο του 60% του διάμεσου ισοδύναμου εισοδήματος του 2009. Το σταθερό όριο φτώχειας για το 2013 ήταν 665 ευρώ για ένα άτομο και 1.397 ευρώ για τετραμελή οικογένεια. Ο τρίτος δείκτης αναφέρεται στο όριο της ακραίας φτώχειας, το οποίο μπορεί να καθοριστεί από το κόστος του βασικού καλαθιού αγαθών για ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης. Ενα τέτοιο καλάθι για την Αττική (για το έτος 2013), για ένα νοικοκυριό χωρίς έξοδα στεγαστικού δανείου και ενοικίου είναι 233 ευρώ για ένα άτομο και 684 ευρώ για μια τετραμελή οικογένεια.