Αν υπάρχει μία αγορά η οποία συγκεντρώνει όλα τα σημάδια της κρίσης αυτή δεν είναι άλλη απο αυτή του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Η αδιαφορία των Κυβερνήσεων, του Δήμου Αθηναίων αλλά και της ηγεσίας του Εμπορικού Συλλογου της Αθήνας η διοίκηση του οποίου ασχολείται με την αγορά της Ερμού, της Σταδίου και της Βουκουρεστίου -λόγω και της επιχειρηματικής παρουσίας των μελών της εκεί- έχει οδηγήσει την αγορά των εμπορικών χώρων σε πλήρη απαξίωση. Πολιτικές ηγεσίες , δημοτικές αρχές και συνδικαλιστές με: την σιωπή -η οποία διακόπτονταν κάποιες φορές απλώς για τα προσχήματα-, την ανοχή και την αδιαφορία οδηγήσαν την πιο ιστορική αγορά της χώρας σε αφανισμό.Το ποσοστό των κενών χώρωνακόμα και στους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους (π.χ. Ερμού) ανέρχεται στο 10%, ενώ στις περιφερειακές εμπορικές πιάτσες ξεπερνά το 25%. Ωστόσο, παρότι οι ενοικιαστές εγκαταλείπουν το κέντρο, πολλοί ιδιοκτήτες προτιμούν να κρατούν τα καταστήματά τους κενά παρά να δεχθούν χαμηλότερα ενοίκια. Όσον αφορά το ύψος των ενοικίων, καταγράφεται πτώση έως και 30% βάσει περιοχής και ακινήτου, ενώ οι πρώτης κατηγορίας εμπορικοί δρόμοι της Αθήνας, έχουν χάσει περίπου το 25% της μισθωτικής τους αξίας. Το τελευταίο τρίμηνο του 2010, τα ενοίκια των «ποιοτικών» εμπορικών ακινήτων έως 100 τ.μ. στο κέντρο διαμορφώθηκαν (υπολογίζονται σε ετήσια βάση) στα 1.800 ευρώ / τ.μ. από 3.400 ευρώ / τ.μ. το 2007. Σχετικά με τα γραφεία, γνώρισμα της συγκεκριμένης αγοράς είναι ο μεγάλος αριθμός διαμερισμάτων που έχει μετατραπεί σε γραφεία. Μάλιστα στο κέντρο της Αθήνας το απόθεμα των γραφειακών χώρων κάθε είδους και ποιότητας καταλαμβάνει συνολικά 1,2 εκατ. τ.μ., με μόλις το 15-20% αυτών να θεωρούνται ως πρώτης και δεύτερης ποιότητας. Μειωμένη ζήτηση και αύξηση της προσφοράς είναι το χαρακτηριστικό της αθηναϊκής αγοράς γραφείων. Η κατοικία έχει σχεδόν εξοριστεί από τις γκετοποιημένες συνοικίες του ιστορικού κέντρου, με το απόθεμα νεόδμητων κατοικιών να είναι περιορισμένο και την πτώση των τιμών να ξεκινάει από χαμηλά μονοψήφια ποσοστά και να αγγίζει το 15%, ανάλογα την περιοχή. Βασικά χαρακτηριστικά αποτελούν η στροφή στα ακίνητα που έχουν κατασκευαστεί μετά το 1985, σε μικρότερα διαμερίσματα, αλλά και στο ενοίκιο.