Σε 11.305.118 άτομα, εκτιμάται ότι είχε ανέλθει την 1η Ιανουαρίου 2010 ο πληθυσμός της Ελλάδας, αυξημένος κατά 44.716 άτομα, ή 0,4 % σε σύγκριση με την 1η Ιανουαρίου 2009. Εξέλιξη, πάντως, που κατά κύριο λόγο οφείλεται στην καθαρή μετανάστευση (35.099 άτομα) και πολύ λιγότερο στη φυσική αύξηση (γεννήσεις) του πληθυσμού (9.617 άτομα). Αυτό προκύπτει από ειδική έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), για την εξέλιξη του πληθυσμού στην Ελλάδα, από την οποία συνάγονται, επίσης, τα εξής: Γάμοι- σύμφωνα συμβίωσης Ο ακαθάριστος δείκτης γαμηλιότητας το 2009 ανήλθε σε 5,3 γάμους ανά 1.000 κατοίκους, μειωμένος σημαντικά, καθώς στην αρχή της 10ετίας του 1980 ήταν 7,3 και του 1960 ήταν 9 γάμοι ανά 1.000 κατοίκους. Η εξέλιξη αυτή επέδρασε αρνητικά στον αριθμό των γεννήσεων. Η μέση ηλικία των γυναικών κατά τον πρώτο γάμο αυξήθηκε βαθμιαία και από 24,1 έτη που ήταν το 1991, έφτασε τα 28,9 έτη το 2009. Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η ραγδαία αύξηση των πολιτικών γάμων. Κατά την πρώτη εφαρμογή του ν. 3719/2008, ο οποίος προέβλεπε την συμβίωση ενήλικων ετερόφυλων προσώπων με τη σύναψη του συμβολαιογραφικού εγγράφου «Συμφώνου Συμβίωσης» στην Ελλάδα, το 2009 πραγματοποιήθηκαν 104 Σύμφωνα Συμβίωσης, από τα οποία τα 54 πραγματοποιήθηκαν στην Αττική και τα υπόλοιπα σε 16 νομούς της χώρας. Γεννήσεις Οι γεννήσεις στην Ελλάδα διατηρήθηκαν το 2009 στα περίπου ίδια επίπεδα με το 2008 και ανήλθαν σε 117.933. Ο δείκτης ολικής γονιμότητας, ο οποίος είχε εμφανίσει μια σοβαρή πτωτική τάση από το 1980 (2,2) έως το 2005 (1,3), παρουσιάζει μικρή ανοδική τάση και ανήλθε το 2007 στο 1,4 και το 2009 στο 1,5- παραμένοντας ωστόσο κάτω από το όριο αντικατάστασης γενεών που είναι 2,1. Η μέση ηλικία της μητέρας κατά τη γέννηση ήταν 31,1 έτη το 2009, έναντι 25,9 έτη το 1975. Αξιοσημείωτη είναι και η συνεχής αύξηση, τόσο σε απόλυτο μέγεθος όσο και σε ποσοστό επί του συνολικού αριθμού, των εκτός γάμου γεννήσεων. Θάνατοι Οι θάνατοι παρέμειναν στα επίπεδα των τελευταίων ετών και ανήλθαν το 2009 σε 108.316. Ο ακαθάριστος δείκτης θνησιμότητας, παρουσιάζει αύξηση από 9,3 θανάτους ανά 1.000 κατοίκους το 1991, σε 9,6 θανάτους το 2009. Δεν πρόκειται, πάντως, για αύξηση της θνησιμότητας αλλά για θανάτους που οφείλονται στην γήρανση του πληθυσμού. Η μέση ηλικία κατά τον θάνατο, που το 1995 ήταν 71,8 έτη για τους άντρες και 77,6 έτη για τις γυναίκες, παρουσιάζει αύξηση και το 2009 ήταν 74 έτη για τους άνδρες και 80 έτη για τις γυναίκες. Ο δείκτης βρεφικής θνησιμότητας εμφανίζει συνεχή πτώση και από 18 που ήταν το 1980, έφθασε στα επίπεδα του 2,7 το 2008 και στο 3,1 το 2009. Η προσδοκώμενη ζωή κατά τη γέννηση, ανήλθε το 2009 σε 77,7 έτη για τους άνδρες και 82,8 για τις γυναίκες, ενώ το 1985 ήταν 73,5 και 78,4 έτη αντίστοιχα.