Σε αυτή την ηλεκτρονική εφημερίδα από την πρώτη στιγμή της έκδοσης της , προσπαθήσαμε να κάνουμε διακριτή την άποψη μας ότι όλες οι σύγχρονες εκφράσεις της οικονομικής και της κοινωνικής πραγματικότητας κρύβουν πολιτισμό. Άλλες φορές εκφράζουν την υποκουλτούρα και άλλες μία υγιή πρόταση για το σημερινό γίγνεσθαι. Το σίγουρο είναι ότι στην σημερινή εποχή της μαζικότητας και της πολιτιστικής και πολιτικής ισοπέδωσης υπάρχουν φωνές καθαρές, διεισδυτικές και αυθεντικές που διεκδικούν το αυτονόητο : ΠΟΙΟΤΗΤΑ και ΣΕΒΑΣΜΟ.
Πρίν από λίγο ένας αναγνώστης μας έστειλε ένα κείμενο που πραγματικά μας ενθουσίασε . Αν και ήταν γραμμένο για την παρουσίαση της δουλειάς ενός νέου μουσικού εντούτοις το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: Τελικά σε αυτό το τόπο υπάρχει έλλειμμα πολιτισμού . Μόλις μάλιστα πληροφορηθήκαμε ότι το κείμενο αυτό ήταν η ομιλία ενός ιερού τέρατος της ελληνικής μουσικής σκηνής , του Θοδωρή .Σαραντή, κρίναμε ότι θα έπρεπε να του μοιραστούμε μαζί σας και για αυτό το παραθέτουμε αυτούσιο:
«Καλησπέρα σας. Κατ΄ αρχήν θα ήθελα να εκφράσω την ευτυχία, ικανοποίησή μου – δεν ξέρω πώς ακριβώς να το περιγράψω- που επιτέλους το Ίδρυμα Ωνάση ανέλαβε την ολοκλήρωση της ραδιοφωνικής μας παιδείας, και ο κ. Ψινάκης αποφάσισε να ασχοληθεί ενεργά με το μέλλον της πόλης μας. Είμαι σίγουρος, ότι μας περιμένουν ακόμα καλύτερες μέρες. Αυτά τα δύο σημαντικά γεγονότα, δεν μπορούν να μην συγκινούν τον πάντα επιρρεπή προς τέτοιες ευαισθησίες μέσο Έλληνα ( Λαζόπουλος). Όταν μου ζητήθηκε από τον Δημήτρη να παραβρεθώ σ΄ αυτήν εδώ τη μάζωξη –πάνελ νομίζω το λένε οι νεοέλληνες -, ένοιωσα κάπως παράξενα, μια και θα έπρεπε να κωδικοποιήσω όλ΄ αυτά που είχα ζήσει για πάνω από 40 χρόνια στο δισκογραφικό χώρο, και κυρίως στο πεδίο δράσης των ελληνικών συγκροτημάτων. (Βλέπετε, αποφεύγω να χρησιμοποιήσω μουσικούς χαρακτηρισμούς ή ετικέτες).
Η ιστορία ουσιαστικά – ή δισκογραφικά- ξεκινά κάπου στη δεκαετία του ΄60, και ο πρώτος όρος που χρησιμοποιείται είναι: Μοντέρνα Ελληνικά Συγκροτήματα. Στις σχεδόν πέντε γενιές ελληνικών συγκροτημάτων και δημιουργών θα γνωρίσω και θα ζήσω, από την ίδια πάντα θέση, δηλαδή πίσω απ΄ το γραφείο, και θα κρίνω δεκάδες, εκατοντάδες θα έλεγα, παιδιών που πίστευαν ότι θα αλλάξουν τα πράγματα, ή για να γίνω πιο σαφής, τη μουσική και μαζί της τον κόσμο. Οι προθέσεις αγνές, οι δυνατότητες τις περισσότερες φορές περιορισμένες, παρ΄ όλ’ αυτά, τα πρώτα ψήγματα του Ελληνικού Ροκ, είχαν αρχίσει να διαφαίνονται: από τη μια ο Σαββόπουλος, απ΄ την άλλη οι επίγονοί του οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια στη δημιουργία μιας νέας ξενόφερτης, άριστα υιοθετημένης στα καθ΄ ημάς, σκηνής. Οι Σόκρατες, ο Βασίλης, ο Σιδηρόπουλος, οι Τρύπες του Αγγελάκα αργότερα, κι άλλοι, κι άλλοι, γεμίζουν γήπεδα και μεγάλους κλειστούς χώρους, ενώ παράλληλα τα σκυλιά της νύχτας αλυχτούν στις πολυτελείς σάλες, καταφύγια της ματαιοδοξίας και του βλαχοπλουτισμού του σύγχρονου Έλληνα. Κι΄ όλ΄ αυτά, λίγο πριν φύγει ο αιώνας, όταν ………… αποτυχημένοι σπουδαστές μαρξιστικών σπουδών αναλαμβάνουν να ανακαινίσουν την εικόνα της Ελλάδας, επιβάλλοντας το νέο τρόπο ζωής, (life style).
Τηλεοπτικά παιγνίδια εικονικής πραγματικότητας, υποδεικνύουν, ή μάλλον προσπαθούν να επιβάλλουν, τους νέους εκπροσώπους του έμμετρου πολιτισμού μας. Ατάλαντες ντίβες και καλογυμνασμένα αγοράκια, γίνονται ινδάλματα από τον παππού στον εγγονό. Και το κακόηθες μελάνωμα απλώνεται σαν λεκές, κι όλο καινούργιοι πάνσοφοι ατζέντηδες, κριτικοί, παρουσιαστές, τσούλες, φλώροι, αναλαμβάνουν ευσυνείδητα, την απόλυτη αποβλάκωση, συγγνώμη εξαθλίωση, μιας ολόκληρης γενιάς, μιας ολόκληρης χώρας. Λεβέντηδες, Γκαγκάκηδες, Καπετανίδηδες, Κορομηλάδες, Μενεγάκες, Κωστόπουλοι, μολύνουν την ατμόσφαιρα με τα φτηνιάρικα αποσμητικά τους. Ώσπου, όπως πάντα, ο από μηχανής θεός του αρχαίου δράματος, και μαζί του η ώρα της κρίσης. Κρίση διττή, οικονομική και πολιτισμική.
Οι πρώτες εστίες αντίστασης αρχίζουν να δημιουργούνται. Είναι οι μουσικές σκηνές που θα φιλοξενήσουν τη νέα πολιτισμική ιδεολογία, μια και ακόμη, και αυτά τα κατ΄ επίφαση free press, η άλλη εκδοχή του life style, η ψαγμένη, αδυνατούν να τα στεγάσουν.
Τέκνο αυτής της νέας πολιτισμικής ιδεολογίας και καρπός του έρωτα δυο Ελληνόπουλων που ζουν στο Βερολίνο, είναι ο Δημήτρης Λάμπος. Κρίμα για το μελό της ιστορίας, οι γονείς του δεν ήταν μετανάστες, αλλά σπουδαστές οικονομικών σπουδών. Ένας δρόμος που θα ακολουθήσει στην αρχή και ο Δημήτρης, σπουδάζοντας στο Έσεξ. Αυτό δεν θα τον εμποδίσει να στραφεί σ΄ αυτό που αγαπά πιο πολύ, και που είναι η μουσική. Προς μεγάλη απογοήτευση των μάνατζερ και των ειδημόνων, αν και γεννημένος στη Γερμανία, δεν έμαθε μπουζούκι και δεν άκουσε Καζαντζίδη, ενώ το σώμα του δεν θα τον βοηθούσε ποτέ να μπει εξώφυλλο στο Μαξ ή να ποζάρει γυμνός για καλό σκοπό. Αυτή η δυσάρεστη πραγματικότητα του δίνει την ευκαιρία να στραφεί στο μουσικό είδος που άκουγε και τον γοήτευε, και ήταν η Βρετανική Folk και το Folk Rock. Το δρόμο αυτό θα ακολουθήσει με θαυμαστή συνέπεια και αξιοπρέπεια, προτιμώντας τον μάλιστα, από την μαυρόφερτη ή νεγρόφερτη για την ακρίβεια, Αμερικάνικη Folk
. Στη λαϊκή μουσική της Βρετανίας βρίσκει αρμονικά συνταιριασμένα ποικιλόμορφα στοιχεία από τις διάφορες μουσικές του κόσμου αλλά και από τη μουσική της Αναγέννησης. Ο Δημήτρης Λάμπος δίνει μια ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα σ΄ αυτό που λέμε κοινωνικός ρόλος του τραγουδιού, ενώ δεν κρύβει τον θαυμασμό του για έναν μεγάλο Βρετανό τροβαδούρο, τον Nick Drake. Δεν σας κρύβω, ότι αυτό ήταν το πρώτο στοιχείο που μ΄ εντυπωσίασε διαβάζοντας τα περιεχόμενα του δίσκου. Ο Δημήτρης γράφει τραγούδια εδώ και δέκα χρόνια, και η μελωδική τους γραμμή είναι σαφέστατα επηρεασμένη από τη Βρετανική Folk, αλλά ταυτόχρονα και από τα Μπαράκια του Γερμανού και τη Bip Bop, αλλά και το αστικό τραγούδι του Μεσοπολέμου. Πάντα αποτυπώνει αυτά που τον συγκινούν είτε στη μουσική του, είτε στην ποίησή του, μια και ήδη έχει εκδώσει το πρώτο του βιβλίο με πεζά ποιήματα ή έμμετρα πεζογραφήματα. Στην περίπτωσή του δεν ξέρω αν έχω να κάνω με έναν μουσικό που μελοποιεί την ποίησή του ή ντύνει τη μουσική με στίχους. Η καλλιτεχνική του άποψη συμβαδίζει απόλυτα με την κοινωνικοπολιτική του θέση, και μας αφορά όλους. Ο ρόλος του σχολιαστή είναι αυτός που του ταιριάζει, σε αντίθεση με αυτόν του απλού χρονογράφου.
Τελειώνοντας, δανείζομαι τον επίλογο του Δημήτρη Λάμπου από το βιβλίο του: Η Ιστορία ενός Μισάνθρωπου. Όσο για το τι θα απογίνει η ενιαία των ανθρώπων πολιτεία? προκειμένου να σωθεί, η απαραίτητη προϋπόθεση είν μία: αυτή η λερή πόλη πρώτα, που την έχει στο βούρκο της θάψει, πρέπει με κάθε τρόπο, εξ΄ ολοκλήρου και διά παντός να κάψει. Κι έτσι ίσως αρχίσει η νέα ανθρώπινη ιστορία! Αφιερωμένο εξαιρετικά στα παιδιά που δεν θα ξεκινήσουν την επανάστασή τους κάποια Τρίτη βράδυ αμέσως μετά την εκπομπή του Λάκη Τσε Λαζόπουλου!!»