Προ των πυλών βρίσκεται για μια ακόμη φορά ο φόρος υπεραξίας ακινήτων, καθώς στο τέλος Δεκεμβρίου λήγει και η τελευταία παράταση για μη εφαρμογή του, που είχε δοθεί από το υπουργείο Οικονομικών.
Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι εάν δεν υπάρξει νέα παράταση θα πρέπει από τις αρχές του 2019 να εφαρμοστεί ένας ακόμη φόρος στα ακίνητα, ο οποίος και θα προστεθεί στο «πακέτο» των 20 φόρων και τελών που ήδη τα επιβαρύνουν.
Με δεδομένη την αύξηση που καταγράφεται στις αγοραπωλησίες ακινήτων, το οικονομικό επιτελείο σκέφτεται να εφαρμόσει το νέο φόρο, καθώς αναμένεται να φέρει πρόσθετα έσοδα στα κρατικά ταμεία, παρά το γεγονός ότι οι ειδικοί της κτηματαγοράς έχουν διαμηνύσει πως η υιοθέτησή του θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα στην αγορά των ακινήτων.
Θα πρέπει, ωστόσο, να αναφερθεί ότι τα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών δεν έχουν ακόμη καταλήξει στην επόμενη κίνησή τους, για το εάν θα εφαρμοστεί ή όχι από τις αρχές του 2019 ο φόρος υπεραξίας, καθώς γνωρίζουν ότι και οι επικείμενες δύο νέες αυξήσεις στις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων τόσο το επόμενο έτος όσο και το 2020, κατά 50%, θα φέρουν μεγάλες ανατροπές στην κτηματαγορά.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι ιδιοκτήτες που σχεδιάζουν να πωλήσουν κάποιο ακίνητο, στην περίπτωση εφαρμογής του φόρου, θα πρέπει να γνωρίζουν τα εξής:
1. Ο φόρος υπεραξίας θα επιβάλλεται με συντελεστή 15% στο κέρδος που προκύπτει ανάμεσα στην τιμή κτήσης και στην τιμή πώλησης κάθε ακινήτου. Ο φόρος θα επιβαρύνει τον πωλητή του ακινήτου, ενώ ο αγοραστής θα οφείλει φόρο μεταβίβασης 3% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου.
2. Εφόσον ο φορολογούμενος έχει διακρατήσει το ακίνητο που πουλάει για πέντε τουλάχιστον έτη από τη στιγμή της απόκτησής του, η υπεραξία θα είναι αφορολόγητη μέχρι του ποσού των 25.000 ευρώ.
3. Όσοι μεταβιβάσουν ακίνητα τα οποία έχουν στην κατοχή τους πριν από το 1995 θα απαλλάσσονται από τον φόρο υπεραξίας.
Η τελική υπεραξία επί της οποίας θα υπολογίζεται ο φόρος θα προσδιορίζεται με βάση ποσοστιαίους συντελεστές απομείωσης, κλιμακούμενους ανάλογα με τα έτη διακράτησης του ακινήτου (από 98,2% για δύο χρόνια διακράτησης έως 60% για περισσότερα από 25 χρόνια).
Ειδικά όμως για ακίνητα που έχουν αποκτηθεί από 1η Ιανουαρίου 1995 έως τις 31 Δεκεμβρίου του 2002 οι συντελεστές απομείωσης θα περιορίζονται, καθώς θα πολλαπλασιάζονται με 0,8.