Έναν ακόμα χρόνο στη διάρκεια του οποίου οι φόροι ακινήτων και κυρίως ο ΕΝΦΙΑ θα υπολογίζονται με βάση τις αντικειμενικές αξίες και όχι τις πραγματικές εμπορικές τιμές θα υποστούν οι φορολογούμενοι. Στην επικαιροποίηση του Μνημονίου, προβλέφθηκε νέα αναβολή της αντικατάστασης των αντικειμενικών αξιών από τις εμπορικές για τον Ιούνιο του 2017, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι ο ΕΝΦΙΑ και το επόμενο έτος θα υπολογιστεί επί πλασματικών τιμών. Όπως εκτιμούν παράγοντες της αγοράς ακινήτων, ακόμα και μετά την οριζόντια μείωση των αντικειμενικών αξιών κατά 5% έως και 20% την οποία προώθησε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Τρύφων Αλεξιάδης μετά τη σχετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι αντικειμενικές αξίες παραμένουν υψηλότερες έως και κατά 30%-40% σε σχέση με τις εμπορικές εξαιτίας της βύθισης της αγοράς ακινήτων. Το τρίτο Μνημόνιο το οποίο συνόδευσε το πακέτο χρηματοδότησης των 86 δισ. ευρώ προέβλεπε ότι έως τον Σεπτέμβριο του 2016, οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών θα εναρμονίσουν όλες τις αντικειμενικές αξίες με τις τιμές της αγοράς, με ισχύ από τον Ιανουάριο του 2017. Προβλεπόταν μάλιστα η σύσταση ειδικής επιτροπής σε συνεργασία με την Τράπεζα της Ελλάδος για τη διαμόρφωση αυτής της βάσης δεδομένων με στοιχεία αγοράς ώστε να ξεπεραστεί το στρεβλό σύστημα των αντικειμενικών αξιών. Προς αυτή την κατεύθυνση στα τέλη του περασμένου έτους, απόφαση του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου προέβλεπε τη σύσταση ειδικής επιτροπής η οποία θα έπρεπε να παραδώσει το πόρισμά της έως τις 22 Δεκεμβρίου 2015. Παρά τις επιτροπές, η προσαρμογή των αντικειμενικών αξιών στην πραγματικότητα, θα αρχίσει ένα χρόνο ακόμα. Επειδή δε, ο ΕΝΦΙΑ κάθε έτους υπολογίζεται με βάση τις ισχύουσες τιμές την 1η Ιανουαρίου και την περιουσιακή κατάσταση του φορολογούμενου την ίδια ημερομηνία και του χρόνου – στην καλύτερη περίπτωση εάν δεν υπάρξουν ανατροπές- οι φορολογούμενοι θα λάβουν το ίδιο ραβασάκι με φέτος. Αυξημένο σε σχέση με πέρυσι για τουλάχιστον 500.000 φορολογούμενους οι οποίοι έχουν στην κατοχή τους είτε οικόπεδα, είτε ακίνητη περιουσία άνω των 200.000 ευρώ, οπότε πιάνονται για πρώτη φορά και στην τσιμπίδα του συμπληρωματικού φόρου.