Στην αποσαφήνιση πως ούτε η ύπαρξη προσόδου από το ακίνητο που φορολογείται αποτελεί προϋπόθεση ή κριτήριο υπαγωγής στο ΕΝΦΙΑ ούτε η μη συνεκτίμηση, κατά την επιβολή του φόρου επί των ακινήτων, της υπάρξης ή μη εισοδήματος από το βαρυνόμενο ακίνητο συνιστά παραβίαση του Συντάγματος προχώρησε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Τρύφωνας Αλεξιάδης απαντώντας στη Βουλή σε ερώτηση σχετικά με την εξομοίωση της φορολογικής επιβάρυνσης ακινήτων που δεν αποφέρουν εισόδημα με εκείνα που αποφέρουν. Ο κ. Αλεξιάδης διευκρίνησε αρχικά πως με βάση το νόμο καθορίζεται μειωτικός συντελεστής ημιτελών κτισμάτων ίσος με 0,4 ο οποίος εφαρμόζεται σε ημιτελή κτίσματα, ανεξαρτήτως σταδίου κατασκευής, που: α) δεν είχαν ποτέ ηλεκτροδοτηθεί και είναι κενά ή β) ηλεκτροδοτούνται με εργοταξιακό ηλεκτρικό ρεύμα, δεν είχαν ποτέ άλλη παροχή ρεύματος πλην της εργοταξιακής και είναι κενά. Εν συνέχεια τόνισε πως με το ν.4223/2013 ορίζεται ότι, για το έτος 2014 και για το έτος 2015 ο ΕΝΦΙΑ μειώνεται κατά 20% για τα δικαιώματα σε κύριους χώρους αποπερατωμένων κατοικιών, μονοκατοικιών, διαμερισμάτων και επαγγελματικών στεγών, εφόσον ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα που είναι φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας και καθ' όλη τη διάρκεια του προηγούμενου έτους ήταν κενοί και μη ηλεκτροδοτούμενοι. Περαιτέρω σημειώνει πως στο νόμο ορίζεται ότι κτίσμα στο οποίο υπάρχει μερική έλλειψη στέγης ή άλλες ουσιώδεις βλάβες, που το καθιστούν μη λειτουργικό, αναγράφεται ως ημιτελές, εφόσον υπάρχει το οικείο παραστατικό που τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς του φορολογούμενου. Αυτός ο τρόπος αναγραφής επιφέρει μείωση της φορολογητέας αξίας του κτίσματος κατά τον υπολογισμό του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ. Ο κ. Αλεξιάδης στο σημείο αυτό επικαλείται τη νομολογία του ΣτΕ. (Ολ. ΣτΕ 532/2015, Ολ. ΣτΕ 172/2012) από την οποία προκύπτει ότι ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να καθορίζει τις διάφορες μορφές των οικονομικών επιβαρύνσεων για τη δημιουργία δημοσίων εσόδων προς κάλυψη των δαπανών του Κράτους και πως αντικείμενο φορολογικής επιβάρυνσης μπορούν να αποτελέσουν όχι μόνο το εισόδημα, αλλά αυτοτελώς και η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές. «Η φοροδοτική ικανότητα σε αυτή την περίπτωση απορρέει από αυτή καθεαυτή την κατοχή της ανωτέρω ακίνητης περιουσίας ως φορολογητέας ύλης (άλλως πηγής πλούτου) διαφορετικής από το εισόδημα. Ως εκ τούτου, ούτε η ύπαρξη προσόδου από το φορολογηθέν ακίνητο αποτελεί προϋπόθεση ή κριτήριο υπαγωγής στο ΕΝΦΙΑ ούτε η μη συνεκτίμηση, κατά την επιβολή του φόρου επί των ακινήτων, της υπάρξεως ή μη εισοδήματος από το βαρυνόμενο ακίνητο συνιστά, μόνη αυτή, παράβαση της συνταγματικής αρχής της ίσης, αναλόγως της φοροδοτικής ικανότητας εκάστου, επιβαρύνσεως», αποσαφηνίζει ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών.