Απομακρύνεται, σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, μια άμεση μείωση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, τουλάχιστον χωρίς να υπάρξει και ταυτόχρονη αύξηση των φορολογικών συντελεστών του Ενιαίου Φόρου Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ), ώστε να μη θιγεί το δημοσιονομικό αποτέλεσμα, δεδομένων των ασφυκτικών δημοσιονομικών περιθωρίων που έχουν πλέον διαμορφωθεί. Ο ΕΝΦΙΑ αποδίδει 2,6 δισ. ευρώ στο δημόσιο ταμείο, ποσό που το οικονομικό επιτελείο φιλοδοξούσε να περιορίσει τουλάχιστον στα 2 δισ. ευρώ, μέσω μιας αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών. Ωστόσο, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς ακινήτων, οι πιέσεις των τελευταίων ημερών από την πλευρά των δανειστών καθιστούν σχεδόν απαγορευτική την οποιαδήποτε σκέψη μείωσης του ΕΝΦΙΑ, τουλάχιστον για το τρέχον έτος, καθώς θα πρέπει να βρεθούν ισοδύναμα μέτρα, διαδικασία που, όπως έχει αποδειχθεί από την πορεία των διαπραγματεύσεων, μόνο εύκολη δεν είναι. Αλλωστε, η πτώση των τιμών είναι τέτοια, που ακόμα κι αν επιβληθεί άμεσα οριζόντια μείωση των αντικειμενικών αξιών της τάξεως του 30%, θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν αποκλίσεις και μάλιστα σημαντικές, ιδίως στις ακριβότερες περιοχές. Για παράδειγμα, στη Βουλιαγμένη η μέση τιμή ζώνης, μετά μια μείωση κατά 30% θα διαμορφωνόταν σε 4.365 ευρώ/τ.μ., τη στιγμή που η μέση τιμή πώλησης σήμερα δεν ξεπερνάει τα 2.500 ευρώ/τ.μ., μια απόκλιση της τάξεως του 42%. Αντίστοιχα, στον Πειραιά η απόκλιση αγγίζει το 30%, στη Γλυφάδα το 24% και στην Καλλιθέα το 22%. Στον αντίποδα, στις φθηνότερες περιοχές, μια μείωση των αντικειμενικών κατά 30% πιθανώς να οδηγούσε στην εξίσωσή τους με τις εμπορικές τιμές. Ασφαλώς, τα παραπάνω συμπεράσματα προκύπτουν με βάση τη μέση τιμή πώλησης κατοικιών, χωρίς να εξετάζεται η ηλικία τους.