Ο φόρος υπεραξίας στις μεταβιβάσεις ακινήτων καθιερώθηκε από τις αρχές του 2014. Επιβάλλεται με συντελεστή 15% στο κέρδος που προκύπτει ανάμεσα στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης κάθε ακινήτου, με αφορολόγητο όριο 25.000 ευρώ εφόσον το ακίνητο έχει διακρατηθεί για τουλάχιστον πέντε χρόνια, συντελεστές απομείωσης ανάλογα με το χρόνο διακράτησης του ακινήτου (από 98,2% για δύο χρόνια διακράτησης έως 60% για περισσότερα από 26) και πλήρη απαλλαγή για όσους έχουν αποκτήσει ακίνητα πριν από το 1995 εφόσον τα μεταβιβάσουν εφεξής. Δεν θεωρούνται μεταβιβάσεις, άρα ο φόρος υπεραξίας είναι μηδενικός: η πράξη διόρθωσης ή τροποποίησης συμβολαίου, εφόσον δεν συνεπάγεται τη μεταβολή οποιουδήποτε προσδιοριστικού της υπεραξίας στοιχείου, καθώς και η αυτούσια διανομή, η συνένωση ακινήτων και η πράξη σύστασης οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας, εφόσον δεν μεταβάλλονται τα ποσοστά συνιδιοκτησίας ανά συνιδιοκτήτη. Σύμφωνα με χθεσινή απόφαση, ο συμβολαιογράφος υποχρεούται να ελέγχει και να βεβαιώνει την ακρίβεια των στοιχείων που αναφέρονται στην ΠΟΛ. 1121/25.4.2014 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων καθώς και να θεωρεί τη δήλωση. Δεν έχει όμως ευθύνη για όσα στοιχεία δεν έχουν περιέλθει σε γνώση του και δεν περιλαμβάνονται στο συμβόλαιο που συντάσσει. Ο συμβολαιογράφος δεν ευθύνεται για την ανακρίβεια της δήλωσης, εφόσον αυτή στηρίζεται στα στοιχεία που δηλώνει ο πωλητής. Σε κάθε περίπτωση ο συμβολαιογράφος ευθύνεται για την παρακράτηση και την απόδοση του φόρου, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, ενώ ο πωλητής ευθύνεται για τον υπολογισμό του φόρου.