Στην «παγίδα» των τεκμηρίων κινδυνεύουν να πιαστούν οι φορολογούμενοι που προχωρούν σε αγορά ακινήτων ή ανέγερση οικοδομών, ακόμη και αν πρόκειται για πρώτη κατοικία. Τα «τεκμήρια» υπολογίζονται όχι με βάση τα πραγματικά ποσά που καταβάλλουν οι φορολογούμενοι για να αγοράσουν τα ακίνητα ή να κατασκευάσουν τις οικοδομές, αλλά με βάση τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων που βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε επίπεδα υψηλότερα κατά πολύ από τα επίπεδα των πραγματικών τιμών της αγοράς.
Αυτό σημαίνει ότι οι δαπάνες απόκτησης ακινήτων που πραγματοποιούν οι φορολογούμενοι θα προστίθενται στα ποσά των τεκμηρίων διαβίωσης για τις κατοικίες, τα ΙΧ αυτοκίνητα και τα σκάφη αναψυχής που χρησιμοποιούν και θα προσαυξάνουν το συνολικό ύψος του τεκμαρτού εισοδήματος που θα πρέπει να καλύπτουν με βάση τα δηλωθέντα εισοδήματά τους.
Εφόσον τα δηλωθέντα εισοδήματα είναι χαμηλότερα από το άθροισμα των δαπανών απόκτησης ακινήτων και των τεκμηρίων διαβίωσης, εφόσον δηλαδή τα εμφανή ποσά εισοδημάτων δεν επαρκούν για να καλύψουν το συνολικό τεκμαρτό εισόδημα, ο φορολογούμενος θα καλείται να πληρώσει φόρο, που θα έχει υπολογιστεί με βάση το τεκμαρτό και όχι το δηλωθέν εισόδημά του.
Η φορολογική νομοθεσία προβλέπει τα εξής:
1. Οποιαδήποτε δαπάνη πραγματοποιεί ο φορολογούμενος για να αποκτήσει ακίνητο λαμβάνεται υπόψη ως τεκμήριο προσδιορισμού του εισοδήματός του. Ακόμη κι αν αγοράσει ένα σπίτι για να το χρησιμοποιήσει ως πρώτη κατοικία δεν έχει πλέον καμία απαλλαγή.
2. Σε κάθε περίπτωση αγοράς ακινήτου, ως «τεκμήριο» δεν λαμβάνεται υπόψη το πραγματικό τίμημα που καταβλήθηκε, αλλά η πολύ υψηλότερη από το καταβαλλόμενο τίμημα αντικειμενική αξία του ακινήτου.
Συνεπώς, ο αγοραστής του ακινήτου θα καλείται να καλύψει με νομίμως κτηθέντα εισοδήματα και έσοδα του τρέχοντος και των παρελθόντων ετών ένα ποσό τεκμαρτής δαπάνης πολύ μεγαλύτερο από αυτό το οποίο κατέβαλε στην πραγματικότητα. Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση της ανέγερσης οικοδομής.