Σημαντικές τροποποιήσεις στη ρύθμιση του φόρου υπεραξίας από τη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας πραγματοποιήθηκαν μέσω του νομοσχεδίου που ψηφίστηκε το βράδυ της Κυριακής από τη Βουλή. Σύμφωνα με τις αλλαγές που άλλες έγιναν τελευταία στιγμή και άλλες είχαν δρομολογηθεί εδώ και καιρό αλλά η τρόικα τις φρέναρε με επιμονή, σε περίπτωση κατά την οποία η μεταβίβαση αφορά δικαίωμα το οποίο αποκτήθηκε μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 1994 δεν επιβάλλεται φόρος υπεραξίας. Επίσης, σε περίπτωση ακινήτου που έχει αποκτηθεί από 1ης Ιανουαρίου 1995 έως και την 31η Δεκεμβρίου 2002, δηλαδή έναν χρόνο μετά την είσοδο της χώρας στο ευρώ, προβλέπεται περαιτέρω απομείωση της υπεραξίας προκειμένου να ληφθεί υπόψη με τον τρόπο αυτόν ο πληθωρισμός των ετών αυτών. Με το ίδιο νομοσχέδιο ψηφίστηκε διάταξη σύμφωνα με την οποία εφαρμόζεται αφορολόγητο ποσό 25.000 ευρώ και το οποίο αποσυνδέεται από την τυχόν μεταβίβαση άλλης ακίνητης περιουσίας από τον φορολογούμενο.
Ακόμη, ρυθμίζονται όλα τα διαδικαστικά ζητήματα που έχουν ανακύψει και ορίζεται ρητά ότι ο συμβολαιογράφος δεν έχει ευθύνη για όσα στοιχεία δεν έχουν περιέλθει σε γνώση του και δεν περιλαμβάνονται στο συμβόλαιο που συντάσσει. Ειδικά ο φόρος που παρακρατείται από συµβολαιογράφο για την υπεραξία του άρθρου 41 αποδίδεται από τον ίδιο µε τραπεζική επιταγή σε διαταγή του Ελληνικού Δηµοσίου εντός πέντε εργάσιµων ηµερών από την υπογραφή του συµβολαίου. Με απόφαση του γενικού γραµµατέα Δηµοσίων Εσόδων καθορίζεται η διαδικασία για την εφαρµογή της συγκεκριμένης απόφασης.
Για τον υπολογισμό του φόρου υπεραξίας 15% επί της διαφοράς που προκύπτει στην τιμή πώλησης και στην τιμή κτήσης η τελευταία προσδιορίζεται ως εξής:
α) Στην περίπτωση κτήσης λόγω μεταβίβασης με επαχθή αιτία (αγοραπωλησία), είναι το τίμημα ή η αξία του ανταλλάγματος, όπως προκύπτει από το οικείο συμβόλαιο.
β) Στην περίπτωση κτήσης λόγω κληρονομικής διαδοχής ή μεταβίβασης με χαριστική αιτία, είναι η αξία βάσει της οποίας υπολογίστηκε ο φόρος κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής ή χορηγήθηκε απαλλαγή από αυτόν, όπως η αξία αυτή προκύπτει από το οικείο συμβόλαιο ή οποιοδήποτε άλλο δημόσιο έγγραφο.
γ) Σε κάθε άλλη περίπτωση υπολογίζεται ως εξής: Τιμή κτήσης ίσον τιμή μεταβίβασης επί τον Δείκτη Τιμών Κατοικιών (ΔΤΚατ) του έτους κτήσης διά του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚατ) του προηγούμενου της μεταβίβασης έτους. Ως ΔΤΚατ νοείται ο μέσος Δείκτης Τιμών Κατοικιών Αστικών Περιοχών της περιόδου Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου κάθε έτους, όπως ανακοινώνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Αν κατά τον χρόνο της μεταβίβασης δεν έχει δημοσιευθεί μέσος ΔΤΚατ, λαμβάνεται υπ' όψιν ο σχετικός δείκτης του αμέσως προηγούμενου έτους. Σε περίπτωση που δεν προκύπτει χρόνος κτήσης ισχύουν τα εξής: Επί μεταβίβασης κτίσματος που ανεγέρθηκε, με αυτεπιστασία ή με βάση το σύστημα της αντιπαροχής, ως χρόνος κτήσης θεωρείται ο χρόνος μετά την παρέλευση πέντε ετών από την ημερομηνία έκδοσης ή δύο ετών από την ημερομηνία ανανέωσης της οικοδομικής άδειας ανέγερσης, εκτός εάν η μεταβίβαση γίνεται εντός των παραπάνω προθεσμιών. Ο φορολογούμενος που μεταβιβάζει ακίνητη περιουσία υποχρεούται να δηλώνει το σύνολο των στοιχείων που αφορούν τον προσδιορισμό του φόρου υπεραξίας. Ο συμβολαιογράφος υποχρεούται να ελέγχει και να βεβαιώνει την ακρίβεια των στοιχείων της ως προς τον χρόνο και την αξία κτήσης και μεταβίβασης, το είδος της ακίνητης περιουσίας ή των ιδανικών μεριδίων αυτής ή του εμπραγμάτου δικαιώματος, τα έτη διακράτησης, τους συντελεστές, τα μεγέθη του ΔΤΚατ και τον υπολογισμό του φόρου, και να θεωρεί τη δήλωση, την οποία, επί ποινή ακυρότητας του συμβολαίου, επισυνάπτει σ' αυτό. Ο συμβολαιογράφος δεν έχει ευθύνη για όσα στοιχεία δεν έχουν περιέλθει σε γνώση του και δεν περιλαμβάνονται στο συμβόλαιο που συντάσσει.