Η «χαμηλότερη τιμή» θα λαμβάνεται υπόψην και στην πώληση του ακινήτου. Από το 2014, με βάση την εγκύκλιο, η εφορία θα δέχεται σαν τιμή πώλησης (για τον υπολογισμό της Υπεραξίας) την αξία που δηλώνει ο πωλητής στα συμβόλαια, έστω και αν είναι χαμηλότερη από την αντικειμενική. Η αντικειμενική που ορίζει η εφορία θα λαμβάνεται υπόψην για τον φόρο μεταβίβασης που πληρώνει ο αγοραστής και από 1.1.2014 μειώνεται σε 3%, αλλά όχι για τον σαν φόρος εισοδήματος για την Υπεραξία που προσπορίστηκε ο πωλητής.
Ο φόρος Υπεραξίας επιβάλλεται σε ακίνητα που μεταπωλούνται μετά την 1.1.2014, όποτε και αν αυτά αποκτήθηκαν. Υπενθυμίζεται ότι με τον ν.4110 (Ιανουάριος 2013) ο φόρος υπεραξίας θα επιβάλλετο μόνο για σπίτια που αποκτήθηκαν μετά την 1.1.2013 και μεταπωλούνταν στη συνέχεια. Ο νόμος αυτός δεν εφαρμόστηκε και αντικαταστάθηκε 5 μήνες μετά από τον ν.4172 (Ιούλιος 2013), που καταργούσε το κριτήριο του χρόνου αγοράς του ακινήτου από τον πωλητή. Ο φόρος Υπεραξίας υπολογίζεται ως η διαφορά ανάμεσα στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης του ακινήτου από έναν ιδιοκτήτη. Διευκρινίζεται ότι ως τιμή κτήσης θα λαμβάνεται υπόψην η «χαμηλότερη» τιμή που αναγράφεται στα συμβόλαια. Αν το συμβόλαιο έγραφε ως αγοραία αξία υψηλότερη από την αντικειμενική, σαν τιμή κτήσης θεωρείται η αντικειμενική. Πρακτικά πάντως, επειδή σχεδόν όλα τα συμβόλαια στο παρελθόν ανέγραφαν σαν αξία την αντικειμενική που ορίζει η εφορία (ενώ τα επιπλέον χρήματα μέχρι την πραγματική της αγοράς αποκρύπτονταν) οι περισσότεροι ιδιοκτήτες που πωλούν ακίνητο θα πληρώσουν φόρο Υπεραξίας και για τα λεφτά που έδωσαν «κάτω από το τραπέζι» στον προκάτοχό του, ενώ οι ίδιοι τα πλήρωσαν και άλλος τα εισέπραξε «μαύρα» γλιτώνοντας φόρους εισοδήματος.