Με αναδρομική ισχύ για τον χρόνο απόκτησης του ακινήτου θα επιβληθεί από την 1η Ιανουαρίου στις μεταβιβάσεις φόρος με συντελεστή 15% στην υπεραξία, δηλαδή στη διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης και της τιμής πώλησης. Μάλιστα, ο φόρος θα επιβάλλεται όχι μόνο στις πωλήσεις των ακινήτων, αλλά και στις περιπτώσεις μεταβίβασης της ψιλής κυριότητας και της επικαρπίας. Σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος που ισχύει σήμερα, η εφαρμογή του φόρου υπεραξίας αφορά τα ακίνητα που αποκτήθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2013, πράγμα που σημαίνει ότι φόρο πληρώνει όποιος απέκτησε με οποιονδήποτε τρόπο ακίνητο μετά την 1-1-2013 και στη συνέχεια προχωρεί στην πώλησή του. Δηλαδή όποιος πουλά ακίνητο το οποίο απέκτησε έως και το τέλος του 2012 δεν επιβαρύνεται με τον φόρο υπεραξίας. Ωστόσο, το καθεστώς άλλαξε με τον νέο Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος που ψηφίστηκε τον περασμένο Ιούλιο και τίθεται σε ισχύ από το 2014, καθώς προβλέπει την επιβολή του φόρου υπεραξίας στην πώληση των ακινήτων ανεξάρτητα από τον χρόνο απόκτησής τους. Ετσι, αν ένας φορολογούμενος απέκτησε ακίνητο ακόμη και πριν από 30 χρόνια, εφόσον το πούλησε μετά την 1-1-2014 θα κληθεί να πληρώσει φόρο υπεραξίας με συντελεστή 15% επί της διαφοράς μεταξύ της αξίας κτήσης και της αξίας πώλησης. Με βάση τις διατάξεις για τον προσδιορισμό της αξίας κτήσης και της αξίας πώλησης λαμβάνονται υπόψη οι αντικειμενικές τιμές και σε περίπτωση που δεν μπορεί να προσδιοριστεί η αξία του ακινήτου, τότε υπολογίζεται ως τιμή απόκτησης το μηδέν. Για παράδειγμα, φορολογούμενος που έχει αποκτήσει ένα ακίνητο πριν από 40 χρόνια και στον τίτλο δεν υπάρχει αξία, τότε θα θεωρηθεί ότι το σύνολο της σημερινής αντικειμενικής αξίας του συγκεκριμένου ακινήτου είναι υπεραξία και θα φορολογηθεί με 15%. Πάντως, ο νόμος προβλέπει αφορολόγητο όριο 25.000 ευρώ για την υπεραξϊα, καθώς και αποπληθωρισμό της σημερινής αντικειμενικής αξίας. Με βάση τα παραπάνω, φορολογούμενος πουλά τον Ιανουάριο του 2014 ένα διαμέρισμα αντικειμενικής αξίας 200.000 ευρώ, το οποίο απέκτησε με γονική παροχή το 1985 και με αντικειμενική αξία τότε 60.000 ευρώ. Η διαφορά είναι 140.000 ευρώ. Από αυτά αφαιρείται 40% λόγω διακράτησης του ακινήτου για περισσότερα από 20 έτη και επίσης ένα ποσό 25.000 ευρώ λόγω αφορολογήτου. Επίσης, αφαιρείται και ο πληθωρισμός και στο ποσό που απομένει επιβάλλεται φόρος 15%. Ο φόρος θα επιβάλλεται όχι μόνο στις πωλήσεις, αλλά και στη μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας και της επικαρπίας. Εάν δεν προσδιορίζεται με στοιχεία η αξία αγοράς του ακινήτου, τότε υπολογίζεται ως τιμή το μηδέν και ο φόρος επιβάλλεται στην τιμή πώλησης.