Κάθε χρόνο, μέσα από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης που θα υποβάλουν σε ηλεκτρονική μορφή οι φορολογούμενοι θα καταγράφονται όλες οι πληροφορίες για τα εισοδήματα, τα έσοδα, την κινητή και ακίνητη περιουσία, τις αποταμιεύσεις και τις δαπάνες διαβίωσής τους. Έτσι, θα είναι πλέον εύκολο στις φορολογικές αρχές να παρακολουθούν διαχρονικά τόσο την εξέλιξη των εισοδημάτων όσο και τις μεταβολές του επιπέδου διαβίωσης και της περιουσιακής κατάστασης των φορολογουμένων. Όπου διαπιστώνουν περιπτώσεις απόκτησης περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας ή καταθέσεων μεγάλου ύψους κεφαλαίων ή υπέρμετρα αυξημένων δαπανών διαβίωσης, που δεν δικαιολογούνται από τα δηλούμενα έσοδα και εισοδήματα, θα επεμβαίνουν επιβάλλοντας πρόσθετους φόρους και πρόστιμα.
Ειδικότερα, όσοι φορολογούμενοι εμφανίζουν μεγάλες αναντιστοιχίες ανάμεσα στα εισοδήματα που συμπεριέλαβαν στις φορολογικές δηλώσεις τους και στα ποσά που δαπάνησαν για απόκτηση περιουσιακών στοιχείων, για αποταμιεύσεις και κατανάλωση, θα ελέγχονται για να εξακριβωθεί η προέλευση των χρημάτων που διέθεσαν για:
Καταθέσεις σε τράπεζες.
Τοποθετήσεις σε κινητές αξίες (μετοχές, ομόλογα, έντοκα γραμμάτια, μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων).
Συμμετοχές σε εταιρείες (ανώνυμες, ΕΠΕ, ομόρρυθμες, ετερόρρυθμες).
Απόκτηση ακινήτων. Απόκτηση, συντήρηση και επισκευή ΙΧ αυτοκινήτων, δικύκλων, σκαφών αναψυχής και δεξαμενών κολύμβησης.
Αγορές λοιπών περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας. Αποπληρωμή δανείων και πιστωτικών καρτών.
Δωρεές-γονικές παροχές χρηματικών ποσών.
Ενοίκια, δίδακτρα, ασφάλιστρα ζωής, ασφαλιστικές εισφορές, αποπληρωμή λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος, τηλεφωνίας, ύδρευσης, φυσικού αερίου κ.λπ. Λοιπές δαπάνες διαβίωσης.
Με τις παραπάνω ρυθμίσεις θα καταστεί άμεσος και αποτελεσματικός ο έλεγχος της προέλευσης (του «πόθεν έσχες») όλων των κεφαλαίων που διακινούν οι φορολογούμενοι, είτε αυτά δαπανώνται για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων, είτε αποταμιεύονται είτε καταναλώνονται. Σε περίπτωση που τα νομίμως κτηθέντα εισοδήματα δεν επαρκούν για να καλύψουν το άθροισμα δαπανηθέντων και αποταμιευθέντων κεφαλαίων, η δε ακάλυπτη διαφορά δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το φορολογούμενο, θα επιβάλλεται φόρος και στο ακάλυπτο ποσό των δαπανών και των αποταμιεύσεων, το οποίο θα θεωρείται αδήλωτο εισόδημα. Στην περίπτωση αυτή, ο φορολογούμενος θα επιβαρύνεται επιπλέον με πρόστιμα και προσαυξήσεις.