Το πρόβλημα που έχει προκύψει από την επιβολή των φόρων περιουσίας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πλήρη αποτυχία της πολιτικής, όσον αφορά στον φόρο στην ακίνητη περιουσία (ΦΑΠ) που θεσπίστηκε με τον φορολογικό νόμο 3832/23.4.2010, όπως αυτός προσαρμόστηκε με το ν. 3986/2011. Η κυβέρνηση θέσπισε τον ΦΑΠ το 2010 και την προσαρμογή του (με σημαντική μείωση του αφορολόγητου ποσού) το 2011 και είχε προγραμματίσει σημαντικά έσοδα από αυτούς τους φόρους το 2010 και το 2011 τα οποία, ωστόσο, δεν κατάφερε να εισπράξει διότι ο ΦΑΠ δεν έγινε δυνατό να εφαρμοστεί ούτε το 2010, ούτε το 2011, ούτε και το 2012. Ο λόγος της αποτυχίας αυτής ήταν η αδυναμία των φορολογικών αρχών να εξασφαλίσουν την κατάλληλη προσαρμογή του περιουσιολογίου επί του οποίου θα επιβαλλόταν ο ΦΑΠ στην 3ετία 2010- 2012.
Ο φόρος θεσπίστηκε χωρίς να προσδιοριστεί επακριβώς και έγκαιρα η φορολογική βάση πάνω στην οποία θα επιβάλλονταν. Έτσι σημειώθηκε σημαντική απώλεια εσόδων από τον φόρο αυτό το 2010 και στο 1ο 6μηνο του 2011, η οποία, σε συνδυασμό με την απώλεια σημαντικών φορολογικών εσόδων και από τον φόρο εισοδήματος (με την άκαιρη αύξηση του αφορολόγητου ορίου, την μείωση των φορολογικών συντελεστών και την κακή εφαρμογή του συστήματος των αποδείξεων) οδήγησαν στη λήψη νέων δραστικών μέτρων μείωσης των δημοσίων δαπανών και αύξησης των εσόδων στο 2ο 6μηνο 2011. Ο ΦΑΠ, παρά το ότι δεν έχει εφαρμοστεί έως σήμερα, συνέβαλε, σε συνδυασμό με την ύφεση και την κατακόρυφη πτώση του οικονομικού κλίματος στη χώρα, στην κατάρρευση των συναλλαγών στην αγορά ακινήτων εξαιτίας του ότι συνεπαγόταν υπέρμετρα μεγάλη φορολογική επιβάρυνση, κυρίως στους φορολογούμενους και στα νοικοκυριά που είχαν στην κατοχή τους ακίνητη περιουσία μεγάλης αξίας, π.χ. άνω των € 2,0 εκατ.
Η μη εφαρμογή του ΦΑΠ το 2010 και το 2011 ανάγκασε την κυβέρνηση να εφαρμόσει τον ΕΕΤΗΔΕ που ήταν ένας φόρος περιουσίας εξαιρετικά ευρείας βάσης, αφού εφαρμοζόταν ουσιαστικά χωρίς αφορολόγητο ποσό με βάση τα τετραγωνικά μέτρα των ηλεκτροδοτούμενων επιφανειών, όπως αυτές καταγράφονταν στους λογαριασμούς της ΔΕΗ. Ο ΕΕΤΗΔΕ συνεισέφερε σημαντικά έσοδα (Π2011: € 1,17 δις, Π2012: € 2,86 δις. εκτίμηση Π2013: € 2,28 δις) που στήριξαν ουσιαστικά την εκτέλεση των Π2011 και Π2012 και στηρίζουν και την εκτέλεση του Π2013, σε περιόδους μεγάλης πτώσης των εσόδων από τον ΦΠΑ και τον φόρο εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων. Η κυβέρνηση κατάφερε πρόσφατα να λύσει το πρόβλημα της φορολογικής βάσης για τον ΦΑΠ του 2010 και έστειλε τα εκκαθαριστικά σημειώματα για την πληρωμή του στις αρχές του 2013, στην ίδια περίοδο στην οποία είναι σε εξέλιξη η πληρωμή του ΕΕΤΗΔΕ του 2012. Επιπλέον, τεκμαίρεται ότι έχει επίσης προσδιοριστεί ικανοποιητικά και η φορολογική βάση (το περιουσιολόγιο) για τον ΦΑΠ του 2011 και του 2012 και η κυβέρνηση ετοιμάζεται επίσης να στείλει τα σχετικά εκκαθαριστικά σημειώματα, προφανώς εντός του 2013 επίσης. Τέλος, ετοιμάζεται να αντικαταστήσει τον ΕΕΤΗΔΕ και τον ΦΑΠ μετά το 2012 με τον νέο ΕΦΑΠ.
Τα ανωτέρω προκαλούν προφανώς το «τέλειο κομφούζιο» στην πιο ακατάλληλη στιγμή για τη χώρα. Η φορολογική επιβάρυνση από τους φόρους περιουσίας το 2013, αν πράγματι επιχειρηθεί η εφαρμογή των όσων προαναφέρθηκαν, θα φτάσει σε απαγορευτικά επίπεδα . Αν, συνεπώς, δεν δοθεί άμεσα κάποια ικανοποιητική λύση στο μεγάλο πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί, η πτωτική τάση στην αγορά ακινήτων θα ενταθεί, με σημαντικά αρνητικές επιπτώσεις στην προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας. Οποιαδήποτε αναπαραγωγή στον νέο ΕΦΑΠ των υψηλών συντελεστών του ΦΑΠ θα αποβεί μοιραία για την αγορά ακινήτων. Τυχόν χρησιμοποίηση και στον νέο ΕΦΑΠ υπέρμετρα υψηλών και δημευτικών συντελεστών θα αποτρέψει με βεβαιότητα την όποια προοπτική αναζωπύρωσης των συναλλαγών στην αγορά ακινήτων που αποτελεί αδήριτη ανάγκη για τη χώρα. Επιπλέον, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η εφαρμογή του νέου ΕΦΑΠ θα είναι ουσιαστικά αδύνατη εάν δεν ανακάμψει η αγορά ακινήτων.