Κανόνα και όχι εξαίρεση αποτελούν πλέον σε όλη την Ελλάδα τα ακίνητα που πωλούνται σε αντικειμενικές αξίες έως και 100% υψηλότερες από τις εμπορικές τους τιμές. Στον Πειραιά, διαμέρισμα 90 τ.μ. πωλείται προς 48.000 ευρώ όταν η αντικειμενική του αξία φθάνει τα 85.000 ευρώ, είναι δηλαδή υψηλότερη κατά 77%, και στο Παγκράτι κατάστημα 290 τ.μ. πωλείται προς 240.000 ευρώ όταν η αντικειμενική του αξία φθάνει τα 480.000 ευρώ, είναι δηλαδή ακριβώς διπλάσια. Στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης μεζονέτα 220 τ.μ. πωλείται προς 180.000 ευρώ όταν η αντικειμενική της αξία είναι 260.000 ευρώ, υψηλότερη δηλαδή κατά 44%, και στο κέντρο της Λάρισας οικόπεδο 155 τ.μ. διατίθεται προς 195.000 ευρώ όταν η αντικειμενική του αξία φτάνει τα 230.000 ευρώ (+18%), χωρίς φυσικά να βρίσκεται αγοραστής. Στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης η ανώτατη τιμή ζώνης είναι 3.650 ευρώ το τ.μ., όταν σήμερα οι εμπορικές τιμές στα ακριβά σπίτια έχουν κατρακυλήσει στα 2.300 ευρώ. Σύμφωνα με στοιχεία μεσιτικών γραφείων σε διάφορες πόλεις, η στρέβλωση με τις εμπορικές τιμές παρατηρείται παντού. Στα Ψηλά Αλώνια της Πάτρας, για παράδειγμα, η ανώτατη τιμή ζώνης είναι 2.050 ευρώ όταν η μέγιστη εμπορική τιμή δεν ξεπερνά τα 1.800 ευρώ, δηλαδή 12% χαμηλότερη, και στη συνοικία Σταθμός της Λάρισας η υψηλότερη τιμή ζώνης βρίσκεται στα 1.300 ευρώ όταν οι υψηλότερες εμπορικές τιμές αγγίζουν τα 1.100 ευρώ, 15% χαμηλότερα. Εκεί δε που η διαφορά φθάνει σε δυσθεώρητα ύψη είναι στα καταστήματα. Στην Αθήνα, κατάστημα 135 τ.μ. στους Αμπελοκήπους με αντικειμενική αξία 150.000 ευρώ πωλείται προς 75.000 ευρώ (-50%), και στο Κολωνάκι, πέριξ της πλατείας, κατάστημα με αντικειμενική αξία 3 εκατ. ευρώ διατίθεται προς 2 εκατ. ευρώ (-33%), παραμένοντας επί μήνες απούλητο. Και όσο οι μήνες περνούν και οι τιμές, όπως εκτιμούν οι ειδικοί της κτηματαγοράς, θα συνεχίζουν την ελεύθερη πτώση τους, τόσο θα αυξάνονται οι περιπτώσεις όπου η εμπορική τιμή θα υπολείπεται της αντικειμενικής.