Ανώτατο όριο το 30% των μηνιαίων αποδοχών, που προορίζονται για την αποπληρωμή του στεγαστικού δανείου, επιδιώκει να θέσει η κυβέρνηση σε μια προσπάθεια να ανακουφίσει τα νοικοκυριά που έχουν υποστεί μείωση του εισοδήματός τους και έχουν υψηλές υποχρεώσεις προς τις τράπεζες. Το θέμα τέθηκε στη συνάντηση που είχε την Παρασκευή ο υπουργός Ανάπτυξης Κωστής Χατζηδάκης με το προεδρείο της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών και αναμένεται να αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεων το προσεχές διάστημα, στη βάση και της σχετικής προγραμματικής δέσμευσης της κυβέρνησης. Οι τράπεζες προσήλθαν στο τραπέζι του διαλόγου με όπλο τις αυξημένες ρυθμίσεις στεγαστικών δανείων που έχουν πραγματοποιηθεί αυτό τον χρόνο, ανεβάζοντας το συνολικό ύψος των δανείων που έχουν ρυθμιστεί πάνω από τα 20 δισ. ευρώ στο σύνολο των 77 δισ. ευρώ που είναι το χαρτοφυλάκιο των δανείων για αγορά κατοικίας. Σύμφωνα με τις τράπεζες, η υιοθέτηση του 30%, ως ανώτατου ορίου σε σχέση με τις μηνιαίες αποδοχές ενός δανειολήπτη που θα κατευθύνεται για την πληρωμή της δόσης του στεγαστικού δανείου, είναι εφικτή για εκείνες τις κατηγορίες οφειλετών που δεν φοροδιαφεύγουν και δηλώνουν μέσω της φορολογικής τους δήλωσης τα πραγματικά τους εισοδήματα. Οι τράπεζες απορρίπτουν κάθε σκέψη για οριζόντια διαγραφή δανείων, προβάλλοντας ως επιχείρημα τις πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις που θα απαιτούσε μια τέτοια πρωτοβουλία. «Το κόστος ξεκινάει από τα 10 δισ. ευρώ και μπορεί να αυξηθεί κατακόρυφα», εξηγεί τραπεζικό στέλεχος, «και με δεδομένο ότι τα χρήματα που έχουν διατεθεί για το τραπεζικό σύστημα μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας είναι συγκεκριμένα και δεν επαρκούν, κανείς να μπαίνει στον κόπο να διευκρινίσει από πού θα βρεθούν αυτά τα κεφάλαια». Σε κάθε περίπτωση, οι τράπεζες επεξεργάζονται σενάρια και, εκτός από την παράταση της διάρκειας αποπληρωμής ενός στεγαστικού δανείου για διάστημα πέραν των 40 ετών, μελετούν τη μέθοδο της ενοικίασης των κατοικιών στον δανειολήπτη, μέτρο που έχει εφαρμοστεί σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ουγγαρία. Στόχος του μέτρου είναι να αποφευχθεί η κατάσχεση του ακινήτου ακολουθώντας τη μέθοδο του sale & lease back, δηλαδή την αγορά του από την τράπεζα και στη συνέχεια την ενοικίαση στον δανειολήπτη, ο οποίος θα μπορεί να το επαναγοράσει μετά την πάροδο ορισμένων ετών. Η μεταφορά του μέτρου στη χώρα μας προϋποθέτει σειρά φορολογικών αλλαγών, καθώς το ακίνητο θα πρέπει να απαλλαγεί από τον φόρο μεταβίβασης που φθάνει το 12%, προκειμένου η αλλαγή κυριότητας, τόσο κατά το στάδιο της διάσωσης του ακινήτου όσο και κατά το στάδιο της επανάκτησής του από τον ιδιοκτήτη, να είναι συμφέρουσα.