Καταρχάς, με την προτεινόμενη ρύθμιση εισάγεται πρόγραμμα επιδότησης της αποπληρωμής στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης σε κύρια κατοικία φυσικών προσώπων.
Σημειώνεται ότι η κυριότητα επί της κύριας κατοικίας δεν είναι απαραίτητο να είναι αποκλειστική και πλήρης, αλλά δύναται να προστατευτεί από την αναγκαστική ρευστοποίηση και η κυριότητα ιδανικού μεριδίου επί της κύριας κατοικίας, η ψιλή κυριότητα καθώς και η επικαρπία.
Τα δύο αρχικά κριτήρια για την παροχή προστασίας της πρώτης κατοικίας είναι η αντικειμενική αξία αυτής και το ύψος της συνολικής οφειλής του δανειολήπτη.
Ειδικότερα, τίθεται πλαφόν στην αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικίας στις 175.000 ευρώ για τα επιχειρηματικά δάνεια και στις 250.000 ευρώ για όλες τις άλλες κατηγορίες δανείων (στεγαστικά, επισκευαστικά ή καταναλωτικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες, όλα με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης στην κύρια κατοικία).
Παράλληλα, το ύψος της συνολικής οφειλής του δανειολήπτη (όχι μόνο το ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο, αλλά και κεφαλαιοποιημένοι τόκοι και τυχόν έξοδα εκτέλεσης, τη ρύθμιση των οποίων αιτείται ο οφειλέτης) δεν θα πρέπει να είναι ανώτερο από 130.000 ευρώ ανά πιστωτή.
Περαιτέρω, για τα περιουσιακά κριτήρια επιλεξιμότητας του δανειολήπτη ορίζονται ως πλαφόν οι 80.000 ευρώ για την αντικειμενική αξία της λοιπής ακίνητης περιουσίας και οι 15.000 ευρώ για την αξία της κινητής περιουσίας.
Ειδικότερα, προβλέπεται ότι η αντικειμενική αξία της λοιπής ακίνητης περιουσίας και των μεταφορικών μέσων του αιτούντος, του συζύγου και των εξαρτώμενων μελών δεν πρέπει να υπερβαίνει το διπλάσιο της συνολικής προς ρύθμιση οφειλής και σε κάθε περίπτωση τις 80.000 ευρώ.
Ο περιορισμός αυτός ισχύει μόνο αν το σύνολο των υπό ρύθμιση οφειλών είναι μεγαλύτερο των 20.000 ευρώ. Αν υπάρχουν καταθέσεις, χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή πολύτιμα μέταλλα, η συνολική αξία αυτών δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις 15.000 ευρώ.
Τέλος, τα εισοδηματικά κριτήρια καθορίζονται με βάση τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης της δεύτερης ομάδας, που περιλαμβάνουν τις βασικές δαπάνες για τη διαβίωση του νοικοκυριού και επιπλέον δαπάνες εστίασης, όπως αυτές καθορίστηκαν από την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία, προσαυξημένες κατά 70%.
H δυνατότητα υπαγωγής στο νέο πλαίσιο προστασίας θα αφορά τις οφειλές που ήταν σε καθυστέρηση ενενήντα ημερών ήδη κατά την 31η Δεκεμβρίου 2018. Η πρόβλεψη αυτής της ημερομηνίας επιδιώκει τη μη ένταξη στρατηγικών κακοπληρωτών, οι οποίοι σκόπιμα έπαυσαν να εξυπηρετούν τα δάνειά τους εν αναμονή του προτεινόμενου πλαισίου.
Βασικά χαρακτηριστικά του νέου πλαισίου
Α) Στο νέο πλαίσιο μπορούν να ενταχθούν φυσικά πρόσωπα ανεξαρτήτως της πτωχευτικής ή μη ικανότητάς τους, εφόσον πληρούν συγκεκριμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια (παρ. 1 του άρθρου 1).
Β) Οι δικαιούχοι υπαγωγής ρυθμίζουν μόνο οφειλές προς πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και οφειλές προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων από στεγαστικό δάνειο, για τις οποίες έχει εγγραφεί υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης στην κύρια κατοικία τους (παρ. 2 και 3 του άρθρου 1). Για τις υπόλοιπες οφειλές λαμβάνεται μέριμνα, ώστε αφενός να μην κινδυνεύει η κύρια κατοικία από κατάσχεση γι’ αυτές, αφετέρου να λαμβάνουν οι υπόλοιποι πιστωτές ό,τι θα λάμβαναν σε περίπτωση πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας (παρ. 3 του άρθρου 12).
Γ) Η διαδικασία ρύθμισης διεξάγεται μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας (άρθρο 4).
Δ) Οι υπαγόμενοι στο νέο πλαίσιο καταβάλλουν μέχρι το 120% της αξίας της κύριας κατοικίας τους με χαμηλό επιτόκιο και σε χρονική περίοδο, που μπορεί να φτάνει μέχρι και τα 25 έτη (άρθρο 8).
Ε) Το Δημόσιο συνεισφέρει στις καταβολές, σύμφωνα με τις οικονομικές δυνατότητες του υπαγόμενου προσώπου (άρθρο 9).
ΣΤ) Αν δεν επιτευχθεί συναινετική ρύθμιση, τότε ο οφειλέτης δικαιούται να ζητήσει τη ρύθμιση των οφειλών του με απόφαση δικαστηρίου (άρθρο 10).
Σημειώνεται ότι για την διαπίστωση της επιλεξιμότητας του δανειολήπτη, λαμβάνεται υπόψη η αντικειμενική αξία του ακινήτου, όπως αυτή προσδιορίζεται είτε από τις διατάξεις του ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων, είτε από τις λοιπές διατάξεις του αρμόδιου Υπουργείου Οικονομικών.
Ωστόσο, για τον υπολογισμό του ποσού που θα καταβάλλει ο επιλέξιμος πλέον οφειλέτης, λαμβάνεται υπόψη η εμπορική αξία του ακινήτου, προκειμένου να διασφαλίζεται η μη χειροτέρευση της θέσης των πιστωτών. Ο κρίσιμος χρόνος για την αποτίμηση της εμπορικής αξίας της κύριας κατοικίας τοποθετείται στην 31η Δεκεμβρίου του τελευταίου ή του προτελευταίου έτους πριν από την υποβολή της αίτησης υπαγωγής σε καθεστώς προστασίας.
Η ηλεκτρονική πλατφόρμα
Η διαδικασία για τη ρύθμιση των οφειλών του εισαγόμενου πλαισίου θα γίνεται αποκλειστικά με ηλεκτρονικό μέσο, και συγκεκριμένα μέσω πλατφόρμας η οποία αναπτύσσεται από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) σε συνεργασία με την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.).
Η εν λόγω πλατφόρμα θα αναβαθμιστεί περαιτέρω, ώστε να υπηρετήσει τις ανάγκες του νέου πλαισίου, ανακτώντας αυτόματα όλα τα απαιτούμενα στοιχεία αναφορικά με τις οφειλές των αιτούντων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (ανάλυση σε ανεξόφλητο κεφάλαιο, τόκους, διάρκεια) και να μην απαιτείται η χρονοβόρα και συχνά κοστοβόρα βεβαίωση οφειλών, η οποία οδηγούσε σε καθυστερήσεις στο προηγούμενο πλαίσιο προστασίας.
Τα πρόσωπα, που πληρούν τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας του άρθρου 1, έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν αίτηση μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2019.
Κάθε φυσικό πρόσωπο έχει τη δυνατότητα υποβολής μίας μόνον αίτησης στο παρόν πλαίσιο. Η ρύθμιση αποσκοπεί στην αποτροπή καταχρηστικών συμπεριφορών. Προβλέπεται η δυνατότητα διαγραφής και ταυτόχρονης επανυποβολής της αίτησης, όταν υπάρχουν ελλείψεις ή σφάλματα, που για τεχνικούς λόγους δεν μπορούν να διορθωθούν.
Άρση απορρήτου
Με την αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία, ο οφειλέτης αποδέχεται άρση του τραπεζικού και φορολογικού απορρήτου του. Όπως προβλέπεται, με την αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία παρέχεται από τον οφειλέτη άδεια για κοινοποίηση σε όλους τους συμμετέχοντες στη διαδικασία, επεξεργασία και διασταύρωση από αυτούς των δεδομένων που περιλαμβάνονται στην αίτηση και τα συνοδευτικά έγγραφα, όσο και άλλων δεδομένων που βρίσκονται στην κατοχή των συμμετεχόντων πιστωτών. Τα ίδια δικαιώματα επεξεργασίας και διασταύρωσης αναγνωρίζονται ρητά και στο Δημόσιο.
Για το μεν τραπεζικό απόρρητο προβλέπεται πενταετής άρση, που εκκινεί πριν από την οριστική υποβολή της αίτησης και διαρκεί μέχρι την ολοκλήρωση της ρύθμισης, για το δε φορολογικό απόρρητο προβλέπεται πενταετής άρση που εκκινεί πριν από την οριστική υποβολή της αίτησης και διαρκεί μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας συναινετικής ρύθμισης ή την αμετάκλητη περάτωση της δίκης του άρθρου 10 (δηλ. την διαδικασία δικαστικής προσφυγής του δανειολήπτη ο οποίος είτε δεν κρίθηκε επιλέξιμος ή ενώ κρίθηκε επιλέξιμος, για οποιονδήποτε λόγο δεν επιτεύχθηκε συμφωνία με έναν ή περισσότερους από τους πιστωτές). Επιπλέον, έναντι του Δημοσίου η άρση του απορρήτου εκτείνεται σε όλη τη χρονική διάρκεια της ρύθμισης.
Οι ρυθμίσεις
Στο άρθρο 8 της τροπολογίας προσδιορίζονται οι όροι, υπό τους οποίους προστατεύεται η κύρια κατοικία του επιλέξιμου αιτούντος. Οι όροι διαμορφώθηκαν με τέτοιον τρόπο, ώστε από τη μία πλευρά να μη χειροτερεύει η θέση του πιστωτή, από την άλλη πλευρά όμως η ρύθμιση της οφειλής να είναι όσο το δυνατόν πιο τυποποιημένη.
Η τυποποίηση επιδιώκει δύο σκοπούς. Πρώτον, προλαμβάνεται η συσσώρευση υποθέσεων στα δικαστήρια. Δεύτερον, καθίσταται προβλέψιμη η επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, καθώς η επιδότηση στηρίζεται σε μία ρύθμιση προδιαγεγραμμένη εκ των προτέρων.
Η παρ. 1 προσδιορίζει το συνολικό ποσό, που θα καταβάλει ο αιτών σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις. Το ποσό αυτό προσδιορίζεται στο 120% της αξίας της προστατευόμενης κύριας κατοικίας του αιτούντος, εκτός αν η οφειλή είναι μικρότερη, οπότε καταβάλλεται το σύνολο της οφειλής σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις. Επιπλέον η παρ. 1 προβλέπει ιδιαίτερα χαμηλό επιτόκιο (Euribor τριμήνου + 2%), προκειμένου να προσδιορίζεται σχετικά χαμηλή μηνιαία δόση, ώστε να περιορίζεται τόσο ο κίνδυνος αυτή να μην μπορεί να εξυπηρετηθεί, όσο και η επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού.
Η ρύθμιση της οφειλής προβλέπεται σε χρονικό διάστημα 25 ετών και η διάρκεια αυτή δεν πρέπει να υπερβαίνει το 80ο έτος της ηλικίας του οφειλέτη. Προκειμένου όμως να μην καθίσταται απαγορευτικό το νέο πλαίσιο για τα πρόσωπα μεγάλης ηλικίας, προβλέπεται εξαίρεση από το όριο των 80 ετών, όταν συμβάλλεται ως εγγυητής πρόσωπο αποδοχής των πιστωτών.
Σημειώνεται ότι η 25ετής διάρκεια της ρύθμισης μπορεί να συντομεύσει μόνο λόγω ηλικίας και όχι για άλλους λόγους, όπως μεγαλύτερη ικανότητα αποπληρωμής του αιτούντος.
Και αυτό: α) για να δοθεί ένα περιθώριο στον οφειλέτη, προκειμένου να εξοφλήσει τις οφειλές του που δεν είναι επιδεκτικές ρύθμισης, και β) διότι η εξάντληση της ικανότητας αποπληρωμής του οφειλέτη θα οδηγούσε σε σημαντική αύξηση του ποσού, που θα πρέπει να συνεισφέρει το Δημόσιο κάθε φορά, με σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις.
Σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη κατά της διάρκειας της ρύθμισης, αυτή δεν κληρονομείται. Εξαίρεση προβλέπεται στην περίπτωση σύμπραξης εγγυητή, καθώς η σύμπραξη αυτή αποσκοπεί ακριβώς στη συνέχιση της ρύθμισης μετά το θάνατο του οφειλέτη. Λαμβάνεται ωστόσο μέριμνα και για το ενδεχόμενο ο κληρονόμος του οφειλέτη να πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας και επιπλέον να χρησιμοποιεί την κληρονομιαία κύρια κατοικία ως δική του κύρια κατοικία. Για την περίπτωση αυτή προβλέπεται δυνατότητα του κληρονόμου να συνεχίσει τη ρύθμιση και να αιτηθεί εκ νέου επιδότηση.
Η κρατική επιδότηση
Η συνεισφορά του Δημοσίου στις καταβαλλόμενες δόσεις προβλέπεται στο άρθρο 9. Η συνεισφορά αυτή εκτιμάται ότι αφενός θα διασφαλίσει την προστασία της κύριας κατοικίας ακόμα και στους πλέον ευάλωτους οφειλέτες, αφετέρου θα ενθαρρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα στην πρόταση ρυθμίσεων, αφού μειώνεται σημαντικά ο κίνδυνος αθέτησης. Κρατική επιδότηση θα δικαιούνται όλοι οι επιλέξιμοι δανειολήπτες, αν και το ποσοστό αυτής θα διαφοροποιηθεί ανάλογα με την ιδιαίτερη οικονομική κατάσταση του κάθε οφειλέτη.
Η επιδότηση θα διαρκεί όσο διαρκεί και η ρύθμιση. Πρόκειται για σημαντική καινοτομία σε σχέση με την παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010, που προέβλεπε συνεισφορά μόνο επί τρία έτη, η οποία εκτιμάται ότι θα συμβάλλει σημαντικά στην επιτυχία του προτεινόμενου προγράμματος. Ωστόσο, το ποσοστό της συνεισφοράς να αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα οικονομικά δεδομένα του οφειλέτη.
Το Δημόσιο θα συνεισφέρει στις καταβολές μόνο εφόσον ο δικαιούχος οφειλέτης είναι και αυτός συνεπής στην καταβολή του ποσού που τον βαρύνει. Το Δημόσιο θα έχει το δικαίωμα να αναζητήσει από τον οφειλέτη την επιστροφή της καταβληθείσας συνεισφοράς, αν ο οφειλέτης εκπέσει της ρύθμισης λόγω υπερημερίας του.
Η προσφυγή στα δικαστήρια
Με την οριστική υποβολή της αίτησης, ο αιτών κρίνεται είτε επιλέξιμος, οπότε ανοίγει η διαδικασία συναινετικής ρύθμισης, είτε μη επιλέξιμος. Η διαδικασία συναινετικής ρύθμισης ενδέχεται, στη συνέχεια, είτε να τελεσφορήσει με όλους ή κάποιους από τους πιστωτές είτε να αποτύχει αντιστοίχως. Το άρθρο 10 διέπει ακριβώς τις δύο ανωτέρω αρνητικές εξελίξεις, δίνοντας στον δανειολήπτη τη δυνατότητα να ακολουθήσει την δικαστική οδό. Ως καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο επιλέχθηκε το Ειρηνοδικείο.
Όπως αναφέρεται στην τροπολογία, με στόχο να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της καταστρατήγησης της διαδικασίας ήδη σε επίπεδο τοπικής αρμοδιότητας, το οποίο παρατηρήθηκε υπό την έννοια της υπερβολικής σώρευσης υποθέσεων σε πολύ συγκεκριμένα δικαστήρια, προκρίθηκε το κριτήριο του τόπου, στον οποίο βρίσκεται η κύρια κατοικία, την οποία επιθυμεί να προστατεύσει ο αιτών από την αναγκαστική ρευστοποίηση. Πρόκειται για μία ακόμη ασφαλιστική δικλείδα του προτεινόμενου πλαισίου έναντι των καταστρατηγήσεων της διαδικασίας αλλά και εγγύηση για την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία, καθώς θα είναι απολύτως διαχειρίσιμος ο όγκος των υποθέσεων που θα ανακύψουν με τη φυσιολογική διασπορά τους.
Για τους ίδιους λόγους, προτείνεται το δικαστήριο να δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, η συζήτηση της αίτησης να προσδιορίζεται μέσα σε έξι μήνες από την κατάθεσή της και η απόφαση να εκδίδεται μέσα σε τρεις μήνες από τη συζήτηση. Με τον τρόπο αυτό, επιδιώκεται η ταχεία επίλυση της διαφοράς και η μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας του προτεινόμενου πλαισίου
Ο αιτών, που κρίθηκε μη επιλέξιμος ή ο αιτών, ο οποίος κρίθηκε επιλέξιμος, ωστόσο δεν ήρθε σε συμφωνία με όλους ή κάποιους από τους πιστωτές, κατά των οποίων άλλωστε στρέφεται η αίτησή του, υπέχει την υποχρέωση, επί ποινή απαραδέκτου, να ασκήσει αίτηση δικαστικής ρύθμισης εντός αποκλειστικής προθεσμίας δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Πρόκειται για ιδιαίτερα σύντομη προθεσμία, η οποία, αποσκοπεί στην ταχεία επίλυση της διαφοράς και ως εκ τούτου στην ταχεία εξυπηρέτηση της οφειλής.
Οι ασφαλιστικές δικλείδες
Με δεδομένο ότι ο επιλέξιμος αιτών δικαιούται εκ του νόμου ρύθμισης έναντι των δεκτικών ρύθμισης πιστωτών του, ο δικαστής, είτε του πρωτοβάθμιου είτε του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η αίτηση για δικαστική ρύθμιση, μπορεί, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να εκδώσει προσωρινή διαταγή μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης.
Η προσωρινή διαταγή εκδίδεται, εφόσον πιθανολογείται ότι η αίτηση είναι βάσιμη, καθώς και ότι μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης η κύρια κατοικία του αιτούντος θα έχει πλειστηριαστεί.
Στο πνεύμα ωστόσο των προτεινόμενων διατάξεων, η προσωρινή διαταγή χορηγείται υπό τον όρο καταβολής από τον αιτούντα σε κάθε διάδικο πιστωτή ενός συγκεκριμένου ποσού, το οποίο διαφοροποιείται ανάλογα με το αν ο πιστωτής παρέλειψε να υποβάλει πρόταση στον οφειλέτη, χωρίς να επικαλείται μη επιλεξιμότητα αυτού, ή υπέβαλε πρόταση, την οποία ο οφειλέτης απέρριψε.
Στην πρώτη περίπτωση ο οφειλέτης καλείται να καταβάλει το ήμισυ της τελευταίας ενήμερης δόσης πριν την υποβολή της αίτησης του άρθρου 5. Στη δεύτερη περίπτωση ο οφειλέτης καλείται να καταβάλει τη μηνιαία δόση που όριζε η απορριφθείσα πρόταση, χωρίς μάλιστα να δικαιούται να αφαιρέσει, το ποσό, που θα συνεισέφερε το Δημόσιο, δεδομένου ότι ελλείψει οριστικής ρύθμισης δεν προβλέπεται συνεισφορά του Δημοσίου (παρ. 3 του άρθρου 9).
Το δικαστήριο μπορεί να ανακαλέσει την προσωρινή διαταγή οποτεδήποτε. Εάν ο αιτών καταστεί υπερήμερος ως προς τις μηνιαίες καταβολές που ορίζει το δικαστήριο, με συνέπεια το συνολικό ύψος του ποσού σε καθυστέρηση να υπερβαίνει αθροιστικά την αξία τριών μηνιαίων δόσεων, τότε η προσωρινή διαταγή καθίσταται ανίσχυρη για το μέλλον και ο δανειστής ανακτά το δικαίωμα να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση.
Αντίθετα, για τον οφειλέτη, που κρίθηκε ως μη επιλέξιμος, οι προτεινόμενες διατάξεις δεν παρέχουν πρόσθετο νόμιμο λόγο προσωρινής προστασίας, πέραν αυτών του ισχύοντος δικαίου, γι’ αυτό η παρ. 3 αρκείται σε παραπομπή στο άρθρο 1000 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η παράλειψη αυτή είναι σκόπιμη, δεδομένου ότι τα κριτήρια επιλεξιμότητας έχουν ποσοτικοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε η πιθανότητα καλόπιστης αμφισβήτησης από τον οφειλέτη της απόρριψής του πρακτικά να εκμηδενίζεται.
Η αναστολή εκτέλεσης συνεπάγεται αυτοδίκαια την απαγόρευση της διάθεσης ή της επιβάρυνσης της κύριας κατοικίας του αιτούντα, δεν εμποδίζει όμως την έναρξη ή την πρόοδο αναγκαστικής εκτέλεσης ή τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων στην κύρια κατοικία του οφειλέτη, αρκεί να μην πραγματοποιηθεί πλειστηριασμός, ούτε τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης ή ασφαλιστικών μέτρων στην υπόλοιπη περιουσία του οφειλέτη, ούτε την άσκηση αγωγής ή την έκδοση διαταγής πληρωμής για τις απαιτήσεις, των οποίων ζητείται η ρύθμιση.
Όπως αναφέρεται στην τροπολογία, οι ασφαλιστικές δικλίδες των άρθρων 10 και 11 εκτιμάται ότι θα αποτρέψουν τη σώρευση υποθέσεων και την καταχρηστική άσκηση αιτήσεων.