Το σύνολο των στεγαστικών δανείων που δεν έχουν καταγγελθεί από τις τράπεζες μπορεί να ενταχθεί στη ρύθμιση για τα ενυπόθηκα δάνεια. Οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι η συνήθης πρακτική είναι να μην καταγγέλλουν το δάνειο, ακόμα και αν οι καθυστερούμενες δόσεις υπερβαίνουν το τρίμηνο, με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή να υπάρχουν δάνεια που δεν έχουν καταγγελθεί παρά το γεγονός ότι εμφανίζουν εξάμηνη ή ακόμα και ετήσια καθυστέρηση. Ο βασικός λόγος, όπως υποστηρίζουν, είναι το προστατευτικό πλαίσιο που ισχύει αυτή τη στιγμή σε σχέση με τους πλειστηριασμούς, το οποίο προστατεύει την κύρια κατοικία για σπίτια αντικειμενικής αξίας έως 200.000 ευρώ. Ετσι, στον βαθμό που ο πλειστηριασμός είναι αδύνατος για μια σημαντική κατηγορία ακινήτων, οι τράπεζες αποφεύγουν την έναρξη της διαδικασίας των πλειστηριασμών, η οποία, άλλωστε, επιβαρύνεται με νομικά έξοδα.
Η δυνατότητα, πάντως, ένταξης στον νόμο ενός σημαντικού αριθμού δανειοληπτών προβληματίζει τις τράπεζες, οι οποίες υποστηρίζουν ότι οι δικαιούχοι θα πρέπει να είναι αυστηρά εκείνοι που δεν έχουν πάνω από τρίμηνη καθυστέρηση, δηλαδή τα δάνεια τα οποία με βάση τους κανόνες της Βασιλείας θεωρούνται ενήμερα. Από την πλευρά του υπουργείου Ανάπτυξης, πάντως, επιμένουν ότι η διάταξη θα παραμείνει ως έχει, ρίχνοντας ουσιαστικά το μπαλάκι στις τράπεζες για το αν τελικώς θα καταγγείλουν τα δάνεια που είναι καθυστερημένα άνω του τριμήνου. Η ενεργοποίηση του νόμου, πάντως, αναμένεται να συναντήσει προβλήματα στην εφαρμογή της στον βαθμό που θα πρέπει να επαληθευθεί μια σειρά πρόσθετων κριτηρίων –εκτός από τα εισοδηματικά– για το σύνολο της περιουσίας του δανειολήπτη, αλλά και των εγγυητών του δανείου. Με βάση τα κριτήρια που θέτει η ρύθμιση, θα πρέπει, επίσης, η υποθήκη στην κύρια κατοικία του οφειλέτη να μην υπερβαίνει σε αντικειμενική αξία τα 180.000 ευρώ, αλλά και το ανεξόφλητο υπόλοιπο των συνολικών δανειακών υποχρεώσεων του νοικοκυριού να μην υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ.