Σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις, ο συνολικός αριθμός ρυθμισμένων δανείων (στεγαστικών, καταναλωτικών και επιχειρηματικών) υπερβαίνει τις 800.000, εκ των οποίων τα μισά αφορούν καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες. Από επίσημα στοιχεία προκύπτει ότι ως τον Ιούνιο του 2012 είχαν ρυθμιστεί περί τα 665 χιλιάδες δάνεια λιανικής, συνολικού ύψους άνω των 18 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε ποσοστό μεγαλύτερο του 15% επί του χαρτοφυλακίου χορηγήσεων προς ιδιώτες. Στα στεγαστικά δάνεια σε περιπτώσεις σοβαρών δυσκολιών στην αποπληρωμή των δόσεων, οι τράπεζες παρέχουν μια περίοδο χάριτος που μπορεί να φθάσει ως και τα δύο-τρία χρόνια, κατά τη διάρκεια της οποίας ο πελάτης καταβάλλει μόνο τους τόκους. Εφόσον, ούτε αυτή η λύση προσφέρει διέξοδο στον δανειολήπτη, υπό προϋποθέσεις, είναι δυνατή η πληρωμή μέρους των τόκων. Βέβαια, σε αυτή την περίπτωση το συνολικό κόστος εξυπηρέτησης του δανείου αυξάνεται, καθώς οι τόκοι που δεν εξοφλούνται κεφαλαιοποιούνται. Εναλλακτικά, εφόσον το επιτρέπει η ηλικία του δανειολήπτη, οι τράπεζες επιμηκύνουν την εναπομένουσα διάρκεια εξόφλησης του δανείου, ώστε να μειωθεί η μηνιαία δόση. Από την άλλη πλευρά, στην καταναλωτική πίστη η ανακούφιση των πελατών που δανείστηκαν παραπάνω από το κανονικό είναι δυνατή με την επιμήκυνση της διάρκειας εξόφλησης και με τη μείωση του επιτοκίου δανεισμού.
Στο πλαίσιο αυτό οι τράπεζες έχουν δημιουργήσει ειδικά προγράμματα στα οποία μπορούν να μεταφερθούν οφειλές που υφίστανται προς τις ίδιες, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τους πελάτες τους που αντιμετωπίζουν προβλήματα. Τα επιτόκια των δανείων αυτών κινούνται στην περιοχή του 10% - 14%. Εάν ο δανειολήπτης θέλει να μειώσει ακόμη περισσότερο τη μηνιαία δόση του, τα πιστωτικά ιδρύματα ζητούν την παροχή εγγυήσεων, για παράδειγμα την προσημείωση ενός ακινήτου. Σε μια τέτοια περίπτωση, όλες οι οφειλές από καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες μεταφέρονται σε ένα προϊόν, με το επιτόκιο να υποχωρεί στα επίπεδα του 5% - 6% και τη διάρκεια αποπληρωμής να επιμηκύνεται ακόμη και στα 20 χρόνια.